H οικογένεια, ως θεσµός, έχει υποστεί σαρωτικές και ταχύρυθµες αλλαγές στη δοµή, στη λειτουργία και στη διάρθρωσή της, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Η µεταµοντέρνα εποχή έφερε στο προσκήνιο καινούργια οικογενειακά µοντέλα και σχήµατα, καθρεφτίζοντας τις βαθιές κοινωνικοοικονοµικές και πολιτικές µεταβολές, όπως τον εκσυγχρονισµό των θεσµών και των νόµων, την πρόοδο των επιστηµών και των τεχνολογιών, την καθιέρωση νέων τάσεων και ιδεολογιών, κ.ο.κ. Οι καινούργιες µορφές οικογένειας, που τελευταία ολοένα και πιο συχνά συναντούµε, µοιάζει να αποτελούν ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο φαινόµενο, το οποίο προσαρµόζεται στη δυναµική ευρύτερων διεθνών και εγχώριων εξελίξεων, ενώ πορεύεται µε βάση µια πραγµατικότητα που διαρκώς αλλάζει.
Η σηµατοδότηση των αλλαγών στη χώρα µας προαναγγέλθηκε τη δεκαετία του ’80, µε τη γέννηση των πρώτων «παιδιών του σωλήνα». Η τεχνητή γονιµοποίηση έφερε µεγάλες ανατροπές στην έννοια της γονιµότητας, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου για περαιτέρω µετεξελίξεις, όπως την απόκτηση παιδιών από οµοφυλόφιλα ζευγάρια ή από έναν µόνο γονέα µέσω της υποβοηθούµενης αναπαραγωγής, την απόκτηση παιδιού µέσω παρένθετης µητέρας ή ακόµη την πιθανότητα, στο µέλλον, γυναικεία οµοφυλόφιλα ζευγάρια να αποκτήσουν παιδί µαζί, χάρη στην κλωνοποίηση, σύµφωνα µε τον Axel Kahn, Γενετιστή και ∆ιευθυντή του Ινστιτούτου Cochin.
Πολλοί ειδικοί κάνουν λόγο για µια αδιαµφισβήτητη κρίση του θεσµού αλλά και της δοµής της ελληνικής οικογένειας, η οποία αδυνατεί να προσδιορίσει την ταυτότητά της, καθώς και να καλύψει µεγάλο µέρος των αναγκών των µελών της, επιφέροντας δραµατικές συνέπειες και στον κοινωνικό ιστό. Σύµφωνα µε τη Μουσούρου (2005), η ελληνική οικογένεια βιώνει βαθιά κρίση σε αξιακό κυρίως επίπεδο. Οι µεταβολές που βιώνουµε όλοι µας, υποστηρίζει, εκφράζουν την προσαρµοστικότητα της οικογένειας στις σύγχρονες συνθήκες, µια κατάσταση που δικαιολογεί αλλά και προδικάζει την επιβίωσή της. Οι νέες τάσεις αποκρυσταλλώνονται µέσα από τη µείωση της γαµηλιότητας, την αύξηση της συχνότητας των διαζυγίων, την αύξηση της συχνότητας των µονογονεϊκών οικογενειών, την υπογεννητικότητα, τη συρρίκνωση της οικογενειακής οµάδας και, τέλος, τις µεταβολές στη δοµή της συζυγικής οικογένειας.
Οι µετασχηµατισµοί στη δοµή της οικογένειας.
Κάνοντας µια σύντοµη ιστορική περιήγηση στις αλλαγές που επήλθαν στη δοµή της ελληνικής οικογένειας παρατηρούµε τη συνάρτηση και αλληλεξάρτηση των µεταβολών αυτών µε τις ευρύτερες κοινωνικοοικονοµικές επικρατούσες συνθήκες. Πιο συγκεκριµένα, η ελληνική οικογένεια µετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους υπήρξε κατά βάση αγροτική, αποτελώντας τη βασική µονάδα παραγωγής και κατανάλωσης των αγαθών που η ίδια παρήγε. Βασικό της µέληµα ήταν να είναι αυτάρκης, καθώς δεν υπήρχε ακόµη κράτος πρόνοιας. Ήταν εκτεταµένη, περικλείοντας τρεις γενιές, τους παππούδες, τους γονείς και τα παιδιά, καθώς και άλλα συγγενικά πρόσωπα, ενώ παρέµενε ενωµένη για να επιβιώσει. Τα µέλη αλληλοεξαρτώνταν και ήταν δεσµευµένα να βοηθούν το ένα το άλλο, µοιράζοντας κοινούς στόχους και έχοντας τις ίδιες αξίες, µε σηµαντικότερη αυτή της συλλογικότητας. Υπήρχε αυστηρή ιεράρχηση στους ρόλους, µε τον πατέρα να είναι ο κουβαλητής του σπιτιού και να έχει την εξουσία και τον απόλυτο έλεγχο του οίκου του και τη µητέρα να έχει στην ευθύνη της την ανατροφή των παιδιών και των οικιακών εργασιών.
Η µετατροπή της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας σε σύγχρονη αστική-βιοµηχανική, συνοδεύτηκε τόσο µε την εκβιοµηχάνιση της χώρας όσο και µε τη µαζική έξοδο των γυναικών από τα σπίτια και το νοικοκυριό τους προκειµένου να εργαστούν, ανατρέποντας έτσι νόρµες αιώνων. Οι διεθνείς συµβάσεις (π.χ. ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ), οι νοµοθετικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο το 1983, οι αγώνες των γυναικών για χειραφέτηση, κ.ο.κ. , έφεραν σταδιακά µεγάλες και ανατρεπτικές αλλαγές σε πολλούς τοµείς της καθηµερινότητας του ελληνικού πληθυσµού, στις οικογένειες και στις διαπροσωπικές και διαφυλικές σχέσεις.
Η µέση ελληνική αστική οικογένεια προσπαθούσε να συγχρονιστεί µε το κλίµα των αλλαγών, εστιάζοντας και επενδύοντας πολύ στη µόρφωση των παιδιών της, επιδιώκοντας την κοινωνική και οικονοµική τους ανέλιξη. Σταδιακά, η οικογένεια µεταβλήθηκε σε παιδοκεντρική, ενώ η σχέση του ζευγαριού µπήκε σε καινούργια τροχιά. «Υπογράφτηκαν καινούργια συµβόλαια» µε επαναπροσδιορισµό των αρµοδιοτήτων και των ευθυνών, καθώς η γυναίκα ήταν σε θέση να συνεισφέρει οικονοµικά στην οικογένεια, ενώ την ίδια στιγµή σηµατοδοτήθηκε η ανεξαρτησία της. Κατα συνέπεια άρχισε να αλλάζει και ο τρόπος που εκείνη αντιλαµβανόταν τον εαυτό της, κατανοώντας τις δυνατότητες που είχε και εκτός του σπιτιού, παράγοντας που επέδρασε εκ βαθέων στη διαµόρφωση της συζυγικής σχέσης.
Μέσα σε αυτό το καινούργιο σκηνικό, η φυσική και συναισθηµατική επιβίωση της οικογένειας µέσα στις µεγαλουπόλεις ήρθε αντιµέτωπη µε την αποπροσωποποίηση των κοινωνικών σχέσεων (Μουσούρου, 2005), την αυτονόµηση του ατόµου από την οµάδα, την απώλεια της εξουσίας που είχε η οικογένεια πάνω στα µέλη της (Μαράτου – Αλιπράντη, 2010), την επικράτηση των υλιστικών αξιών, τον καταναλωτισµό, τον ανταγωνισµό, την εργασιοµανία κ.ο.κ.. Ο ατοµικισµός που επικράτησε, ως νέα τάση, επέδρασε βαθιά στον ψυχισµό των ανθρώπων αλλά και στον τρόπο που έκαναν οικογένειες, ενώ υψώθηκε τροχοπέδη στη δηµιουργία εξισορροπηµένων και λειτουργικών διαπροσωπικών σχέσεων. Η προσήλωση του ατόµου αποκλειστικά στον εαυτό και στην ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών/επιδιώξεων ήρθε σε ρήξη µε τις παλαιότερες συλλογικότερες µορφές συνύπαρξης. Προκάλεσε ατέρµονες δυσκολίες και προβλήµατα στον τρόπο της επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης των ατόµων αλλά και των ευρύτερων κοινωνικών οµάδων.
Επιπλέον, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, και µετά τις επισηµάνσεις των παιδοψυχολόγων D. Winnicott και F. Dolto, για τις καταστροφές που προκλήθηκαν από την καταναγκαστική εκπαίδευση, παρατηρείται µια τάση στους γονείς να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών τους µε υπερβάλλοντα ζήλο και συγχρόνως να διαχειρίζονται τις προβληµατικές συµπεριφορές τους µε υπερβολική ανεκτικότητα και επιτρεπτικότητα. Οι γονείς έχασαν την εξουσία του ρόλου τους και τα παιδιά τους µεγάλωσαν έχοντας αποκτήσει, τα ίδια πλέον, τεράστια εξουσία και ελευθερία µέσα στο σπίτι. Η Maryse Vaillant, Κλινική Ψυχολόγος, επισηµαίνει ότι αν συνεχιστεί το ίδιο µοντέλο ανατροφής και διαπαιδαγώγησης των παιδιών, στο τέλος θα έχουµε δηµιουργήσει παιδιά – τυράννους, τα οποία θα γίνουν µε τη σειρά τους γονείς – τύραννοι, διαιωνίζοντας τη δυσλειτουργία.
Η ανεργία, επιβαρυντικός παράγοντας στην εξισορρόπηση των οικογενειακών σχέσεων.
Ένας άλλος σηµαντικός παράγοντας, που συντελεί στην αλλαγή της δοµής της οικογένειας, είναι η παρατεταµένη οικονοµική ύφεση της χώρας µας, µε την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια που τη συνοδεύουν. Παρατηρούµε ότι ολοένα και περισσότεροι νέοι είτε επιστρέφουν στην πατρική τους οικογένεια, καθώς αδυνατούν να ανταπεξέλθουν µόνοι τους οικονοµικά, είτε καθυστερούν να φύγουν από αυτήν, ακόµη και αν έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους. Η δυσκολία τους να βρουν εργασία, καθώς και το υψηλό κόστος ζωής, τους κρατά δέσµιους στην οικογενειακή εστία, αναβάλλοντας επ’ αόριστο τα όνειρά τους για τη ζωή και το µέλλον τους. Η συµβίωση αυτή όµως ενέχει κινδύνους που αφορούν αµφίπλευρα γονείς και ενήλικα παιδιά, όπως περαιτέρω επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισµού, εντάσεις και προστριβές στις µεταξύ τους σχέσεις, αυξηµένο στρες, σχέσεις εξάρτησης, κ.ο.κ.
Στις δε περιπτώσεις όπου ο ένας ή και οι δύο γονείς είναι άνεργοι, η δυσφορία που διαχέεται στην οικογένεια επηρεάζει αρνητικά τις οικογενειακές σχέσεις, διαταράσσει τις ισορροπίες ολόκληρου του οικογενειακού συστήµατος, ενώ επιδρά αρνητικά στην ψυχική υγεία όλων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αρκετές φορές, παρατηρούνται κρούσµατα ενδοοικογενειακής βίας και κατάχρησης ουσιών, ενώ τα ποσοστά θνησιµότητας και αυτοκτονιών στους άνεργους άνδρες εµφανίζονται να είναι τρεις φορές υψηλότερα από ότι στους εργαζόµενους (Γιωτάκος, 2010).
∆ιαφυλικές σχέσεις: η αρχή και το τέλος των ταλαντεύσεων.
Όπως είδαµε, η βασική θεώρηση της παραδοσιακής – πατριαρχικής οικογένειας, ότι ο γάµος και η απόκτηση παιδιών είναι ο προορισµός του ανθρώπου, αντικαταστάθηκε από την αναδυόµενη πυρηνική οικογένεια, η οποία είχε κατεξοχήν παιδοκεντρικό χαρακτήρα. Περιορισµένη στους γονείς και τα παιδιά επεδίωξε την κοινωνική άνοδο των νεότερων µελών της, καθώς µέσα από την ανάδειξη των παιδιών της αναδεικνύονταν και η ίδια. Μεταγενέστερα όµως, και σύµφωνα µε τις σύγχρονες τάσεις, το µεταµοντέρνο ζευγάρι εστίασε στην επίτευξη της προσωπικής ευτυχίας, στην απόλαυση της συντροφικής σχέσης αλλά και στην παράλληλη διατήρηση της εξατοµίκευσης/αυτονοµίας του. Έτσι, η ύπαρξη των παιδιών δεν αποτελεί πλέον τον βασικότερο λόγο για κοινή συµβίωση, όπως παλαιότερα, µε αποτέλεσµα την αύξηση νέων µορφών οικογένειας όπως των µονογονεϊκών ή των οικογενειών δεύτερου και τρίτου γάµου, ελεύθερης συµβίωσης, γάµοι µεταξύ οµοφυλόφιλων ζευγαριών, διαπολιτισµικοί γάµοι κ.ο.κ. Σε αυτή την πολυσύνθετη οικογένεια, βασισµένη στην επιλογή, θα µπορούσε να υπάρξει κάποια σύγχυση των γενεών, µε µεγάλες ανακατατάξεις στο µέλλον.
Οι έντονες διαφοροποιήσεις που πρόεκυψαν στην πορεία στη σχέση των δύο φύλων, όπως η ανατροπή βαθιά εγκαθιδρυµένων στερεοτυπικών ρόλων, επηρέασαν συµπεριφορές και ρόλους χωρίς συγχρόνως να γίνουν αντικείµενο βαθύτερης νοητικής και συναισθηµατικής επεξεργασίας σε ατοµικό και κοινωνικό επίπεδο (Γεώργας, 1995). Ως εκ τούτου, η έλλειψη οµαλής προσαρµογής στο καινούργιο επέδρασε διαβρωτικά στη σχέση των δύο φύλων. Το πέρασµα των ζευγαριών, από το παραδοσιακό-πατριαρχικού τύπου «σχετίζεσθαι» σε ένα πιο ισότιµο και συντροφικό «µαζί», συνοδεύτηκε µε σύγχυση στους ρόλους και δυσλειτουργίες στη µεταξύ τους επικοινωνία. Οι συγκρούσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις, που αφορούσαν θέµατα αυτονοµίας, εµπιστοσύνης, αλληλοσεβασµού, ισότιµου καταµερισµού ευθυνών, επικοινωνίας και προσδοκιών, εξέφραζαν κατ’ ουσίαν σηµαντικές αναθεωρήσεις σε βαθιές αξίες και «πιστεύω». Η νέα πολιτισµική πραγµατικότητα που αναδυόταν ερχόταν σε ρήξη µε την προηγούµενη ισορροπία και, όπως κάθε τι καινούργιο, εµπεριείχε το επώδυνο συναίσθηµα ενός απροσδιόριστου µέλλοντος (∆ραγώνα,1995). Έτσι, παρόλο που το σύγχρονο ζευγάρι προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του, είναι εµφανής η ύπαρξη πολλών αντιφάσεων και συγκρούσεων, ενώ η συσσώρευση άλυτων διαπροσωπικών ζητηµάτων καθιστά αδύνατη µια λειτουργική συνύπαρξη ( Μπαρµπαλιού, 2017).
Η περίπτωση του έλληνα άνδρα.
Στην περίπτωση του έλληνα άνδρα οι αλλαγές που αναφέραµε µοιάζουν να έχουν προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες τόσο στην αυτοαντίληψη/αυτοεικόνα του όσο και στη δηµιουργία µιας υγιούς και εξισορροπηµένης σχέσης µε τη σύντροφό του. Καθώς ο ρόλος του άνδρα ως σύζυγος επηρεάζεται από τις καταβολές, τα οικογενειακά πρότυπα, τις κοινωνικές αξιώσεις και προσδοκίες τον παρακολουθούµε από τη µια πλευρά να προσπαθεί να ανταπεξέρχεται όσο καλύτερα µπορεί, ενώ από την άλλη, λόγω των καινούργιων συνθηκών, να καλείται άµεσα να προσαρµοστεί σε κάτι εντελώς άγνωστο για εκείνον.
Στο βιβλίο «Η επιστροφή του άνδρα. Λύνοντας τη σιωπή αιώνων» αποδίδεται η µεγάλη σύγχυση που ακολούθησε τις µεταβολές αυτές, πλήττοντας κυριολεκτικά τον θεσµό του γάµου και δη της οικογένειας. Εστιάζοντας στη σύγχυση αυτή είναι πιθανό να κατανοήσουµε ότι πρόκειται για µια ιδιαίτερα επώδυνη µετάβαση της οικογένειας σε κάτι καινούργιο. Τα µη εφαρµοσµένα δικαιώµατα του έλληνα άνδρα για την πατρότητα, για παράδειγµα, καθώς και µια γενικότερη κοινωνική αµφιθυµία για το τι τελικά περιλαµβάνει ο ρόλος του ως πατέρας, αποτελούν µερικές µόνο ενδείξεις για το αδιέξοδο που περιγράφουµε. Έτσι από τη µια µεριά παρατηρούµε, µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τον σύγχρονο έλληνα άνδρα να ξεπερνά στερεότυπα και στεγανά που περιλαµβάνει ο ρόλος του, όπως για παράδειγµα να έχει αναγνωρίσει και να έχει αναλάβει ένα µεγάλο µέρος της ανατροφής των παιδιών του, από την άλλη, όµως, να διατηρεί και µιαν «απόσταση ασφαλείας» από όλους µέσα στο σπίτι, επιλέγοντας ποιες ευθύνες θα αναλάβει εκείνος αποκλειστικά και ποιες όχι. Ταυτισµένος µε τον κοινωνικά κατασκευασµένο ρόλο του δυσκολεύεται να επικοινωνήσει µε τη σύντροφό του και να συµµετάσχει ενεργά στην οικογένειά του, παραµένοντας εγκλωβισµένος ανάµεσα στον καινούργιο αλλά άγνωστο ακόµη ρόλο που καλείται να αναλάβει, και στον παλιό αλλά οικείο και περιοριστικό ρόλο που επιτελούσε για χρόνια. Σήµερα πλέον έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία που του έδινε ο παραδοσιακός του ρόλος, καθώς η σύγχρονη συζυγική και οικογενειακή ζωή απαιτεί συνεργασία, αλληλοσεβασµό και αλληλοκατανόηση- έννοιες σχετικά καινούργιες, που δεν είναι εύκολο να τις εντάξει φυσιολογικά στον εσωτερικό του χάρτη (Μπαρµπαλιού, 2017).
O Meth (2000), από την άλλη, αποδίδει µε γλαφυρό τρόπο αυτήν την ασυνέχεια που βιώνει ο άνδρας ως εξής: «Οι άνδρες µαθαίνουν να είναι αυτόνοµοι, στο σπίτι όµως η επιτυχία απαιτεί συνεργασία και εµπιστοσύνη. Μαθαίνουν να µετρούν την πρόοδο, αλλά πώς µπορεί κανείς να αξιολογήσει τις επιδόσεις του άλλου µέσα στο σπίτι; Θα µετρήσει πόσα πιάτα έπλυνε, πόσες πάνες άλλαξε ή πόσες φορές τον/την στήριξε σε δύσκολες στιγµές;». Είναι αλήθεια ότι ο άνδρας προτιµά να επενδύει περισσότερο στην επαγγελµατική σφαίρα, ακόµα και να θυσιαστεί γι’ αυτήν, καθώς αισθάνεται ότι ανταµείβεται περισσότερο στον εργασιακό χώρο, τόσο µέσα από τις οικονοµικές απολαβές που λαµβάνει όσο και από την αναγνώριση των επιτευγµάτων του. Μέσα στην οικογένειά του όµως, αισθάνεται ανεπαρκής, µε κυρίαρχο συναίσθηµα τον φόβο της αποτυχίας. Φοβάται, µε άλλα λόγια, ότι θα κάνει κάποιο λάθος και δεν θα καταφέρει να φέρει σε πέρας την αποστολή του, πέφτοντας έτσι στα µάτια της γυναίκας του και των παιδιών του.
Οι αλλαγές αυτές, από την άλλη, µπλόκαραν και τον ανύπανδρο άνδρα. ∆υσκολεµένος, καθώς ήταν, να βρει την καινούργια του θέση δίπλα σε µια αυτόνοµη γυναίκα φοβήθηκε να τη διεκδικήσει και να προχωρήσει σε σχέση µαζί της, καθυστερώντας να δηµιουργήσει τη δική του οικογένεια. Σε άλλες περιπτώσεις, µένοντας πίσω στη µικρή του πόλη ή το χωριό, στο οποίο διέµενε, κατέληξε µόνος αφού οι γυναίκες µορφώθηκαν και έφυγαν, αναζητώντας αλλού νέες ευκαιρίες και προοπτικές. Ο έλληνας άνδρας χρειάστηκε σταδιακά να διανύσει έναν δρόµο µακρύ και επώδυνο: από το «µόνος» αιώνων σε ένα καινούργιο και εντελώς άγνωστο «µαζί», που δεν µοιάζει να είναι εύκολο. Καθώς είχε µάθει να διαχειρίζεται µόνος του τις περισσότερες καταστάσεις της ζωής του, βρίσκοντας λύσεις στα προβλήµατα που του παρουσιάζονταν, κλονίζεται η περηφάνια και ο ανδρισµός του κάθε φορά που δεν µπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στα προβλήµατα που προκύπτουν στη σχέση µε τη σύζυγό του, νιώθοντας ανίκανος.
Η Μουσούρου (2005) διαβλέπει µια ασυµµετρία στις διαφυλικές σχέσεις, εξαιτίας των προαναφερθέντων µεταβολών, η οποία οδηγεί σε κρίσιµες καταστάσεις. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η σηµερινή γυναίκα είναι πιο σύγχρονη από τον άνδρα συνοµήλικό της, όχι τόσο γιατί διαθέτει πλέον αυξηµένα ατοµικά εφόδια, όσο γιατί έχει αυξηµένες δυνατότητες να προβεί σε µια ποικιλία επιλογών και συνδυασµών επιλογών. Οι επιλογές των γυναικών αυξάνουν, ενώ των ανδρών µένουν στάσιµες ή και µειώνονται. Ο ασύµµετρος εκσυγχρονισµός ανδρών και γυναικών ευθύνεται για πολλά από τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι οικογένειες – αυτή η ασυµµετρία συνιστά κρίση και οδηγεί σε κρίσιµες κοινωνικές και οικογενειακές καταστάσεις».
Σύµφωνα µε την Μαράτου-Αλιπράντη (2010): « Η συζυγική οµάδα σήµερα γίνεται πιο αβέβαιη, πιο εύθραυστη και πιο ευάλωτη στον χωρισµό και στη ρήξη. Οι µεταβολές αυτές αντανακλούν τη διαφοροποιηµένη αντιµετώπιση πλέον της συµβίωσης (µε ή χωρίς γάµο) και της συντροφικότητας από τις νεώτερες γενιές. Περνάµε, λοιπόν σε µια µετα-οικογενειακή οργάνωση της κοινωνίας όπου η οικογένεια δεν θα λειτουργεί πλέον ως ενδιάµεσος φορέας ανάµεσα στο Κράτος και στο άτοµο». Αυτό το κενό , όµως, που έχει ήδη δηµιουργηθεί, προκαλώντας µεγάλες αναταράξεις στο ατοµικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι απαραίτητο να καλυφθεί µε µέτρα που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των οικογενειών και στις απαιτήσεις των καιρών.
Επίλογος.
Η οικογενειακή δοµή και διάρθρωση µοιάζουν να αποδοµούνται στην αρχή της τρίτης χιλιετίας. Ο ιδιωτικός βίος, που συντελείται κατά βάση µέσα στην οικογένεια, αναδιοργανώνεται πλέον µε τρόπο διαφορετικό. Πολλοί επιστήµονες µιλούν πλέον για µια βαθιά αλλαγή που αρχίζει να υφίσταται στον τρόπο που σκεπτόµαστε και αντιλαµβανόµαστε την πραγµατικότητα και τον κόσµο που µας περιβάλλει (Kuhn, 1996). Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει πού θα οδηγήσουν όλοι αυτοί οι µετασχηµατισµοί, ούτε ποια µορφή θα πάρει τελικά ο θεσµός της οικογένειας. Η Satir (1988), µε τη διαχρονικότητα που τη διακρίνει, απέδωσε µε διαφορετικό τρόπο τον πυρήνα της οικογενειακής δοµής, νοηµατοδοτώντας και δίνοντας ελπίδα σε όποια αντιξοότητα και αν εµφανιστεί: «Η µορφή της οικογένειας δεν αποτελεί τον βασικό καθοριστικό παράγοντα για ό,τι συµβαίνει σ’αυτήν. Η µορφή παρουσιάζει πολλά προβλήµατα, που πρέπει να αντιµετωπιστούν, τελικά όµως, από τη διαδικασία µεταξύ των µελών καθορίζεται η αρµονική ή όχι συµβίωσή τους, η ωρίµανση του κάθε ενήλικα […] και η εξέλιξη των παιδιών σε υγιή, δηµιουργικά ανθρώπινα πλάσµατα. Γι’ αυτό η αυτοεκτίµηση, η επικοινωνία και οι κανόνες αποτελούν τα κύρια µέσα για την οµαλή λειτουργία της οικογένειας. Από αυτήν την άποψη -όποια µορφή κι αν έχει- όλες οι οικογένειες είναι όµοιες»
Βιβλιογραφία
Γεώργας, ∆. (1995). Αξίες και διαφυλικές σχέσεις.
Στο Ι. Παρασκευόπουλος κ.α. (επιµ.) ∆ιαφυλικές Σχέσεις, Αθήνα, Ελληνικά Γράµµατα.
Γιωτάκος, Ο. (2010). Οικονοµική Κρίση και Ψυχική Υγεία. Ψυχιατρική, 2,195-204.
∆ραγώνα, Θ. (1995). Η αντίληψη του εαυτού και οι διαφορές των φύλων. Στο Ι. Παρασκευόπουλος κ.α. (επιµ.) ∆ιαφυλικές Σχέσεις, Αθήνα, Ελληνικά Γράµµατα.
Kuhn, Thomas. The Structure of Scientific Revolutions. Chicago: University of Chicago Press, 1996.
Μαράτου – Αλιπράντη, Λ., (2010). Νέες µορφές οικογένειας. Τάσεις και εξελίξεις στη σύγχρονη Ελλάδα, Εγκέφαλος, 47, 55-66.
Meth, R& Pasick, R. (2000). Άνδρες σε θεραπεία. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα
Μουσούρου, Λ. Μ. (1999). Κρίση της οικογένειας και κρίση αξιών. Πρόλογος. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 5-19, 3-4.
Moυσούρου Λ. (2005). Οικογένεια και Οικογενειακή Πολιτική. Aθήνα: Gutenberg.
Μπαρµπαλιού, Ε. (2017). Οι σχέσεις των δύο φύλων: από τη µοναξιά αιώνων σε ένα καινούργιο και διαφορετικό «µαζί». Κοινωνική Επιθεώρηση, 22, 46-49.
Μπαρµπαλιού, Ε. (2017). Η επιστροφή του άνδρα. Λύνοντας τη σιωπή αιώνων. Αθήνα: Πεδίο.
Satir, V. (1988). Πλάθοντας ανθρώπους. Αθήνα: Κέδρος.
———————————————————————————————————Περιοδικό ΄΄Κοινωνική Επιθεώρηση ΄΄ Τεύχος 27