Δραματοθεραπεία

H Δραματοθεραπεία είναι η ένωση δύο συνισταμένων, του δράματος/θεάτρου και της θεραπείας. Η θεραπευτική αξία και η χρήση της έχουν ρίζες στις αρχαίες θεραπευτικές τελετουργίες και τα θεατρικά δρώμενα διαφόρων πολιτισμών.

Η Δραματοθεραπεία, στη σημερινή μορφή της, εφαρμόστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στην Αγγλία. Ο όρος Δραματοθεραπεία αναφέρεται στο Δράμα ως μια μορφή θεραπείας και ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των Ψυχοθεραπειών μέσω Τέχνης. Αξιοποιεί τη μεταφορά και τη δραματική έκφραση για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και των σχέσεων των συμμετεχόντων και μπορεί να λειτουργήσει σε ομαδικό ή ατομικό επίπεδο.

Η σύνδεση του θεάτρου με τη θεραπεία για πρώτη φορά μελετάται επιστημολογικά ως φορέας μάθησης και αλλαγής, καθώς και ως η κατεξοχήν οδός προς τη γνώση του ανθρώπου και του πολιτισμού, από τον Αριστοτέλη στο έργο του “Περί Ποιητικής”. Εκεί εισάγεται η έννοια της “κάθαρσης” με ψυχοπαιδαγωγικό χαρακτήρα, όντας καθοριστική για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην αλήθεια του εαυτού του. Aργότερα, και προς το τέλος του 19ου αιώνα, η τραγωδία επηρεάζει τον Freud  στη σύλληψη της ψυχαναλυτικής θεωρίας, όπου η κάθαρση εξυπηρετεί την αυτογνωσία.

Στόχος της Δραματοθεραπείας είναι η ανάπτυξη της ψυχικής υγείας του ατόμου καθώς του διδάσκει νέους τρόπους διαπραγμάτευσης και αντιμετώπισης των καταστάσεων της ζωής του, επιφέροντας έτσι την ψυχική και συναισθηματική του ισορροπία.

Βοηθά και αναπτύσσει την έκφραση, και πέρα από τον λόγο, διευρύνει τον επικοινωνιακό ορίζοντα του ατόμου, ενώ κινητοποιεί τη φαντασία και τη χαρά του παιχνιδιού και της δημιουργικότητας.

Μέσα από τις τεχνικές της (role-playing, κίνηση, ζωγραφική, κατασκευή και αφήγηση ιστοριών, μάσκες κτλ.) επιτυγχάνεται η διερεύνηση των εμπειριών του ατόμου και η ανάπτυξη του φάσματος των συναισθηματικών και κοινωνικών ρόλων που διαδραματίζει στη ζωή του, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται ο ρόλος του σώματος στην κατεύθυνση της ψυχοσωματικής θεώρησης του ανθρώπου.

Μέσα από τη διαδικασία των εκδραματίσεων, κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, δημιουργείται ένας δεσμός ανάμεσα στον εσωτερικό κόσμο του συμμετέχοντα, στην προβληματική κατάσταση ή εμπειρία ζωής και στη δραστηριότητα. Ο συμμετέχων επιδιώκει να επιτύχει μια νέα σχέση ως προς τα προβλήματα ή τις εμπειρίες της ζωής του, η οποία οδηγεί τελικά στη θεραπεία. Ο στόχος είναι να ανακαλύψει και να βιώσει μέσα σε αυτή την καινούργια σχέση έναν νέο, πιο λειτουργικό για τον ίδιο, τρόπο αντίληψης των πραγμάτων.