Στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, σε μια συνηθισμένη τηλεφωνική συνομιλία με τον γιο μου, πετυχαίνοντάς τον λίγο πριν μπει στον κινηματογράφο για να δει την ταινία «Υπάρχω», αναδύθηκε αυθόρμητα ένα ερώτημα που άγγιξε την καρδιά της διαγενεακής σχέσης του Λαού μας με τον Στέλιο Καζαντζίδη:
«Θυμάσαι τον Καζαντζίδη; Εσύ ήσουν μικρός, τότε…», τον ρώτησα, καθώς ανήκει στη γενιά των “Millennials”.
Η αφοπλιστική απάντησή του, «Τι λες, ρε μάνα, τον Καζαντζίδη, δεν θυμάμαι;»,
αλλά και η έντονη προσέλευση των νέων στην ταινία, μού πυροδότησαν σκέψεις για τον τρόπο με τον οποίο ο θρύλος του μεγάλου καλλιτέχνη καταλήγει, ως σημείο αναφοράς, να γεφυρώνει τα βιώματα του χθες και του σήμερα, ενώ, παράλληλα, μου ανέσυραν μνήμες μιας αλλοτινής εποχής.

Τότε που η φωνή του Καζαντζίδη υπήρξε το «βάλσαμο» για έναν ολόκληρο λαό που πάλευε με το βάρος της ιστορίας του: τους πολέμους, τον ξεριζωμό, την ξενιτιά, τον πόνο της απώλειας.

Σε μια Ελλάδα που ακόμα θρηνούσε τα δεινά του Εμφυλίου, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της φτώχειας και της μετανάστευσης, τα τραγούδια του έγιναν ο καθρέφτης των τραυμάτων της ψυχής ενός ολόκληρου λαού.

Με δωρικότητα, αλλά και πηγαίο, από τη δική του ιστορία, πάθος, ο Καζαντζίδης προσέφερε ταυτίσεις και διέξοδο στους ανθρώπους του μόχθου και της επιβίωσης που δεν είχαν άλλον τρόπο να εκφραστούν. Μέσα από τις ερμηνείες του ενεργοποιούταν, το συναίσθημά μας, ξεπλένοντας με δάκρυα τα τραύματά μας, ενώ ταυτόχρονα αντλούσαμε δύναμη για να συνεχίζουμε τον αγώνα της ζωής.

«Υπάρχω»: μια συναισθηματική διαγενεακή γέφυρα

Με γνώμονα τη μουσική αυτή λειτουργία και παρά το γεγονός ότι αρκετοί νέοι μπορεί να γνωρίζουν τον Καζαντζίδη μέσα από έναν σύγχρονο καλλιτέχνη, όπως ο Χρήστος Μάστορας, η αξία αυτής της σύνδεσης δεν μειώνεται. Ο νεανικός ψυχισμός αναζητά, και εκείνος άλλωστε, τρόπους να εκφραστεί και να επουλωθεί από τα συναισθηματικά θραύσματα που τον πληγώνουν. Επομένως, όπως οι στίχοι του Πυθαγόρα, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Άκη Πάνου ή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου μιλούσαν για τη φτώχεια, τον πόνο και την αδικία, έτσι και η σύγχρονη μουσική, ακόμα κι αν είναι Rap ή Trap, επιτρέπει στους νέους να μιλήσουν για τον δικό τους «Γυάλινο Κόσμο»*, για τα δικά τους βάσανα, για τα στερεότυπα και την αδικία, για την ανεργία και τη μοναξιά τους.

Άρα, παρότι οι μορφές αλλάζουν, η ανάγκη παραμένει ίδια!

Μέσα από αυτή τη συνήχηση έρχονται, επομένως, ο Καζαντζίδης, αλλά και η ταινία να λειτουργήσουν, παράλληλα, σαν μια γέφυρα ανάμνησης που καλεί τους νέους πίσω στις ρίζες τους, αλλά και ως «καλλιτεχνική» υπενθύμιση, για όλους, τόσο του πρόσφατου, όσο και του διαχρονικού ιστορικού μας παρελθόντος, των παθών, των λαθών, των πληγών αλλά και των αξιών μας, παρέχοντας μια ευκαιρία για εσωτερική, κοινωνική και συναισθηματική ανασύνθεση.

Στέλιος: Ο άνθρωπος πίσω από τη φωνή

Εξ άλλου, η γεμάτη πληγές ζωή του Καζαντζίδη καθρεφτίζει την πορεία του Έλληνα άνδρα ανά τους αιώνες. Γεννημένος μέσα στη φτώχεια και τις δυσκολίες, γιος ενός πατέρα αγωνιστή, τον οποίον είδε να βασανίζεται βάναυσα από «Χίτες» και να σβήνει μπροστά στα μάτια του, ο Καζαντζίδης ανέλαβε από έφηβος τον ρόλο του προστάτη της οικογένειας, ενώ τα τραύματα της πατρικής ταπείνωσης και απουσίας τον διαμόρφωσαν σημαντικά και δόμησαν το υπόβαθρο της προσωπικότητάς του.

Αντιλαμβανόμαστε,  επομένως, ότι ο Στέλιος, πίσω από τη φωνή, υπήρξε άνθρωπος με έντονες τις ηθικές αξίες της αγωνιστικότητας και της αλληλεγγύης, απόρροια της πατρικής κληρονομιάς. Οι μνημειώδεις συγκρούσεις του με το δισκογραφικό κατεστημένο, λειτουργώντας ως «πατέρας», τρόπον τινά, των καλλιτεχνών, αλλά και με το παρακράτος της νύχτας, μαρτυρούν αφ’ ενός το θάρρος και την άρνησή του να συμβιβαστεί με την αδικία και αφ’ εταίρου τη διαχρονική υποσυνείδητη ανάγκη του να συναντηθεί με την πατρική φιγούρα, να την αποκαταστήσει και να την τιμήσει.

Η αποχώρησή του, συνεπώς, από το πάλκο, έπειτα από μια τραυματική εμπειρία – τη σύγκρουση με έναν διαβόητο «μπράβο» της εποχής, αλλά και μέλος της «Διεύθυνσης Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους», Νίκο Κατελάνο – που επανεργοποίησε τα πυρηνικά του τραύματα, δεν ήταν απλώς μια προσωπική επιλογή, αλλά μια ηχηρή κίνηση σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι στη «σήψη» της νύχτας, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας που ξέρει να υποτιμά, να βάζει ταμπέλες και να στιγματίζει, («Εκείνη τη νύχτα σάπισε η ψυχή μου, ήμουν 35 χρονών και άλλο δεν είχα να δώσω»), προβάλλοντας ένα άδηλο μήνυμα εσωτερικής «πατρικής» ακεραιότητας και ψυχικής επιβίωσης.

Το βάρος του ανδρικού χρέους

Πέραν αυτού του ηθικού κληρονομημένου πλαισίου, από μόνο του το επώνυμο “Καζαντζίδης”, από το ρήμα “καζαντίζω” (δηλαδή «κερδίζω χρήματα, προκόβω»), συμβολίζει την ευθύνη του άνδρα να αγωνίζεται για τον βιοπορισμό και την επιτυχία. Ο Στέλιος, συνεπώς, ως προστάτης και “κουβαλητής”, κλήθηκε από νωρίς να εκπληρώσει το παραδοσιακό ανδρικό αρχέτυπο του θυσιαζόμενου ήρωα, κουβαλώντας, παρά τη δημοσιότητα και την επιτυχία του, πάντοτε το βάρος της ευθύνης και της αγωνίας να φροντίζει την οικογένειά του.

Το χρέος αυτό, τού μεταβιβάστηκε άκαιρα και απότομα, με μια μονάχα πατρική ρήση: «Στέλιο, τη μάνα σου!» και τον καθόρισε βαθιά. Έκτοτε, η μάνα του, η κυρά-Γεσθημανή, υπήρξε η βασική σταθερά στη ζωή του. Η εμβληματική αυτή φιγούρα της «Ελληνίδας Μάνας» διέτρεξε τη ζωή του. Τον ανέστησε, τον στήριξε, τον τόνωσε («Μαζί μπορούμε να τα φτιάξουμε όλα» – «Θα τα καταφέρουμε οι δυο μας») και προσπάθησε, παράλληλα, να τον προστατέψει από τα παραστρατήματα και όσες γυναίκες δεν θεώρησε, εκείνη, άξιες να σταθούν δίπλα του («Πήραν τα μυαλά της αέρα –  δεν κάνει για οικογένεια»).

Ο ισχυρός, όμως, αυτός δεσμός αφοσίωσης και συγχώνευσης, σε συνδυασμό με τη βαριά, σφυρηλατημένη από τις κοινωνικές επιταγές, «συναισθηματική πανοπλία» του ήρωα, επηρέασαν τη συναισθηματική αυτονόμηση και ολοκλήρωσή του, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στις διαπροσωπικές του σχέσεις και οδηγώντας τον τόσο στα διαζύγια, όσο και στο γυναικείο πρότυπο της ακλόνητης απλότητας με το οποίο, ικανοποιώντας την άδηλη μητρική παραίνεση, τελικά, συμπορεύτηκε.

Μια άλλη παράλληλη έκφραση αυτού του κόστους ήταν πως, αναγκαζόμενος από τις συνθήκες να είναι σκληρός και δυνατός, εξωθήθηκε, πολλές φορές, στο μοναδικό κοινωνικά επιτρεπτό «ανδρικό» συναίσθημα του θυμού. Ωστόσο, ακόμα και αυτές του οι εξάρσεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν απόρροια των τραυμάτων και της πορείας του, αντανακλώντας τον κεκαλυμμένο, απωθημένο, ταυτόχρονο θυμό για την «αγία» εικόνα της μητέρας του, που αδιαμαρτύρητα στάθηκε για πάντα στο πλάι της, αλλά και για τον απόντα πατέρα, που έχασε και αναγκάστηκε ακούσια να αντικαταστήσει.

Η ολοκληρωμένη αυτή αποτύπωση της «αρσενικής» διάστασης σε συνέργεια με το φυσικό τραύμα, καθώς και η ματαίωση της πατρικής συνάντησης, σε όλες της τις πτυχές, αυτή που θα του παρείχε την προοπτική της συναισθηματικής πληρότητας, ήταν, θα λέγαμε, κατά κάποιον τρόπο, που οδήγησαν στη σωματοποίηση και τον καρκίνο, αρχικά στους όρχεις, την εκδήλωση του ανδρισμού, και μετέπειτα στην έδρα της ψυχρής – ανδρικής λογικής, στον εγκέφαλο.

Πριν από το τέλος, όμως, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής του, η απολυτότητα της τραυματισμένης του ψυχής αναζήτησε μια σειρά από καταφύγια, άλλοτε στην ταχύτητα («στα ζόρια έδινα πάντα μία και έβγαινα στην εθνική»), άλλοτε στην ηρεμία της θάλασσας και φυσικά στην ίδια του την τέχνη. Ήταν, συνεπώς, το δικό του ατομικό τραύμα, όπως φαίνεται, που βρήκε πεδίο έκφρασης για να εκτονωθεί και να συνηχήσει τελικά, σε μια διπλή συνεπαγωγή, με το τραύμα του συλλογικού ελληνικού ασυνείδητου.

Ένας διαχρονικός θρύλος

Η απόδοση αυτής της ανθρώπινης διάστασης και της εσωτερικής διαπάλης δεν αποδυναμώνουν, αλλά, αντίθετα, ισχυροποιούν τη συμβολική λειτουργικότητα του θρύλου, του Στέλιου Καζαντζίδη, αφού κανείς μπορεί, με τον τρόπο αυτόν, να ταυτιστεί, να παραδειγματιστεί και να διδαχτεί ευκολότερα από τα λόγια, («άμα έχεις υπομονή, πείσμα και σεβασμό στη φύση, λέει πολλά, τα καταφέρνεις και στη ζωή…»), τα ανδραγαθήματα, αλλά και τα παθήματα ενός μεγάλου άνδρα.

Η οντότητά του παραμένει ζωντανή, εμπνέει και ενώνει, γιατί μιλάει απ’ ευθείας «στην καρδιά του λαού». «Εκεί» που, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, «υπάρχω… γεννήθηκα…» και «θα πάψω κάποτε να υπάρχω», φορώντας όμως, τελικά, τον μανδύα της συμβολικής αθανασίας, καθώς εκφράζει την ανθεκτικότητα, την αξιοπρέπεια και τον αγώνα του ελληνικού λαού, αποτελώντας παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.


Ελισάβετ Μπαρμπαλιού,
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια,
Οικογενειακή Θεραπεύτρια (ECP),
Μουσικοθεραπεύτρια (GIM),
Επιστημονική Υπεύθυνη του
Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας (ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.)


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα : TO BHMA