Νύχτα φθινοπώρου και ένα Ηρώδειο κατάμεστο, μ’ ένα κοινό μαγεμένο που παρακολουθεί σιωπηλό, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας, τη λουσμένη από τα φώτα μεγάλη αοιδό να τελεί το μυστήριο της αμφίδρομης κάθαρσης.
Κι ύστερα; Κι ύστερα;
Όλες οι προσδοκίες διαψεύδονται, όλες οι ανάγκες ταύτισης μένουν μετέωρες,
η μουσική σιγάται κι ο στίχος σιωπά,
καθώς ο κόσμος παρακολουθεί συγκλονισμένος την επί σκηνής κατάρρευση ενός μεγάλου ειδώλου!
Της πρωθιέρειας του ελληνικού τραγουδιού που με τη γλυκόλαλη φωνή της, την έκφραση και το πάθος που μετέδιδε, οδήγησε γενιές ολόκληρες να «κοινωνήσουμε» το συναίσθημα, ακούγοντάς την μέσα σε ένα περιβάλλον συναισθηματικής ένδειας, δυσχέρειας και συντηρητισμού, όπου τέτοιες «αλλόκοτες» ανάγκες αποτελούσαν για την καθημερινότητά μας πολυτέλεια.
Εύλογα, συνεπώς, χάρη σε αυτήν ακριβώς τη «θεία συναισθηματική μετάληψη», κατά κάποιον τρόπο, συμβολοποιήθηκε. Έγινε αναπόσπαστο, δικό μας κομμάτι!
Κι έτσι, η κατάρρευσή της αποτέλεσε την κατάρρευση ενός προσωπικού ειδώλου, συνοδευόμενου από όλες τις αρνητικές προβολές ή τις εξιδανικευμένες όψεις, τις οποίες εμείς, από εσωτερική ανάγκη, του έχουμε αποδώσει.
Το κοινό, επομένως άρχισε να αναρωτιέται
«Θεέ μου», εσύ, που «μας έμαθες,
τόσο πολύ να αγαπάμε», «τώρα, πού πας;»
Αυτή η πτώση γέννησε συναισθήματα αμφιθυμικά που εκτείνονται από την αγωνία και τον φόβο ως την επίκριση.
Άραγε, θα μπορούσε αυτή η φαινομενική συναισθηματική αντίθεση να εδράζεται σε μια απολύτως κοινή βάση;
Σε μια πρώτη ανάγνωση, η κριτική, μοιάζει πως αντικατοπτρίζει, πάνω σε μια επιδραστική προσωπικότητα που βάλλεται, τα προσωπικά ελλείματα, τις ανεπάρκειες και τα απωθημένα ή ματαιωμένα όνειρα του κάθε ατόμου που την εκτοξεύει.
Ωστόσο, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ακόμα και αυτή η αρνητική αντίδραση θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένας κεκαλυμμένος θυμός, απόρροια του υποβόσκοντος, υποκρυπτόμενου φόβου. Φόβος, που ενυπάρχει ως αποτέλεσμα της απειλούμενης επιθυμίας για διατήρηση αυτού του ειδώλου, στο οποίο εντοπίζουμε δυναμικές λύτρωσης και κάθαρσης, που έχουμε τόσο πολύ ανάγκη. Δεν θέλουμε, λοιπόν, λόγω αυτού, να το δούμε να καταρρέει – αυτή η πτώση τρομάζει – καθώς σε εσωτερικό επίπεδο καταβαραθρώνεται, μαζί με το είδωλο, και ένα ολόκληρο συναισθηματικό υποστύλωμα, οδηγώντας μας να βιώνουμε, συνεπώς, ένα έλλειμα υποστήριξης, μια βαθύτερη ματαίωση, που ομοιάζει με μια γονεϊκή απώλεια. Παράλληλα, ο φόβος θα μπορούσε να συναποδοθεί στη συνειδητοποίηση της δικής μας ευαλωτότητας. Εν προκειμένω, στον φόβο της προσωπικής μας κατάρρευσης και του θανάτου, που μέσα από το καθρέφτισμα στο είδωλο νοιώθουμε ότι μας πλησιάζει.
Αξίζει ωστόσο, πέραν των όποιων δικών μας αναγκών, σε μια τέτοια περίπτωση να αφουγκραστούμε με ενσυναίσθηση και την ανάγκη του άλλου, του χορηγούντος προσώπου, που, πέραν από είδωλο, παραμένει και μια οντότητα ανθρώπινη.
Ας μη παραλείψουμε να κοιτάξουμε τη στάση ζωής μιας καλλιτέχνιδος που, με βάρκα το τραγούδι, ταξιδεύει, για χρόνια, στο δικό της συναισθηματικό πέλαγος, μετασχηματίζοντας σε προσφορά τον πόνο του οικογενειακού της ξεριζωμού, της προσφυγιάς, αλλά και πλήθος άλλων υπαρξιακών ζητημάτων. Με αυτόν τον τρόπο, μετουσιώνει, το δικό της προσωπικό τραύμα σε θαύμα!
Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν:
«Αν», σε μια τέτοια περίπτωση όντος,
«υπάρχει ζωή χωρίς το τραγούδι, χωρίς το προσωπικό καταφύγιο.»
Ίσως γι’ αυτό, για τούτη την πυκνή συνύφανση με την ίδια της τη ζωή, μετά από χιλιάδες ώρες ερμηνείας, συνέχιζε να δίνει το «παρών»!
Συνέχιζε, ως ένα πρόσωπο, βαθειά προικισμένο από τις μούσες με τον πανανθρώπινο κώδικα της μουσικής, εκείνον που μιλά κατ’ ευθείαν στα βάθη της ψυχής, υπερνικώντας αντιστάσεις και στεγανά, να συντηρεί με ευλαβική συνέπεια την αλληλομεταμορφωτική σύνδεσή της με τον κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, ό,τι και αν συμβεί, η Μαρινέλλα με το εύρος και τη διαχρονικότητα της καλλιτεχνικής της διάστασης ενσαρκώνει ένα μνημείο ψυχικής ανθεκτικότητας, υπενθυμίζοντάς μας, αφ’ ενός με τα λόγια της, πως:
«Η ζωή είναι μια συνεχιζόμενη αναζήτηση, μια διαρκής πρόκληση.
Το ζήτημα είναι να μην πτοείσαι, να μη λες διαρκώς «δεν μπορώ».»
και αφ’ ετέρου με το έργο της, τη συμβολή της αγάπης για τη δημιουργικότητα στη συνέχιση του ανηφορικού δρόμου της ζωής.
Η δε φωνή της, έχοντας πιει από «τ’ αθάνατο νερό», θα συνεχίζει για πολλά ακόμα χρόνια να προσφέρει «δροσιά» στις καρδιές των ανθρώπων.
Μπαρμπαλιού,
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια,
Οικογενειακή Θεραπεύτρια (ECP),
Μουσικοθεραπεύτρια (GIM),
Επιστημονική Υπεύθυνη του
Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας (ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.)