Η νέα ψηφιακή πραγματικότητα έχει απλώσει παγκόσμια, πλέον, τα πλοκάμια της βαθιά μέσα στην καθημερινότητά μας. Με την ανατολή της να έχει σηματοδοτηθεί, ήδη, από την αυγή της νέας χιλιετίας, εμφανίζονται, όσο περνούν τα χρόνια, εντονότερα οι αποτυπώσεις και οι προκλήσεις της επέκτασής της, οι οποίες γίνονται ευκολότερα αισθητές στους νέους, που πάντοτε, ούτως ή άλλως, αποτελούν το πιο ευαίσθητο θερμόμετρο για τις συντελούμενες μεταβολές σε ένα κοινωνικό περιβάλλον.
Ως εκ τούτου, με την οθόνη του κινητού να αποτελεί, καθημερινά, ακόμη και κατά τη διάρκεια των σχολικών ωρών, φυσική προέκταση του παιδικού και εφηβικού χεριού, μεγάλη είναι η ανησυχία, που έχει αναδυθεί εκ μέρους των κρατών και των διεθνών φορέων, για τις συνέπειες του φαινομένου που έχει λάβει χαρακτήρα μάστιγας. Σχετικές ανακοινώσεις έχουν εκδοθεί, τελευταία, από την ευρωπαϊκή κεντρική επιτροπή και την UNESCO, ενώ πολλές χώρες, όπως το Βέλγιο, η Ισπανία, η Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, λαμβάνουν πλέον απαγορευτικά αντίμετρα για την καταστολή του φαινομένου, με σκοπό να περιορίσουν, τόσο τη διασπαστική για την εκπαιδευτική διαδικασία επίδραση του κινητού, όσο και τον σχολικό εκφοβισμό (bullying), ο οποίος βρίσκεται σε έξαρση μέσα στο ψηφιακό περιβάλλον.
Στα πρόθυρα της νέας σχολικής χρονιάς και στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνονται και οι διατάξεις του νέου σχολικού κανονισμού της χώρας μας, ο οποίος απαγορεύει την εμφανή κατοχή και χρήση του κινητού, καθ΄ όλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ενώ, παράλληλα, προβλέπει τη διακριτή και κατά περίπτωση χρήση της ποινής της αποβολής του μαθητή, σε περίπτωση παράβασής του.
Ποιες, όμως, είναι οι βάσεις του σημερινού μονοπωλίου των οθονών στον εφηβικό κόσμο;
Τι εξυπηρετούν πραγματικά για τον έφηβο τα κινητά και οι οθόνες;
Είναι ένα μέτρο καταστολής αρκετό για τη συγκεκριμένη περίπτωση ή θα αποτελέσει μια περιορισμένη «θεραπεία» σε επίπεδο απλής συμπτωματολογίας;
Αν εξετάσουμε, λοιπόν, μερικές από τις όψεις του φαινομένου σε ένα ψυχοκοινωνικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας το «μικροσκόπιο» της συνθετικής – συστημικής προσέγγισης, μπορούμε, διεισδύοντας στις βαθύτερες στιβάδες του ατομικού και του κοινωνικού οργανισμού, να οδηγηθούμε σε μια σειρά από γόνιμες παρατηρήσεις, για να καταλήξουμε, κατόπιν, στις απαιτούμενες απαντήσεις.
Αν εστιάσουμε, ας πούμε, στα παιδιά της λεγόμενης γενιάς «Ζ» ( με έτη γέννησης, περίπου, μεταξύ 1997 και 2010)και ιδίως σε αυτά της γενιάς «Άλφα» (2010 – 2024), που εισέρχονται τώρα στην εφηβεία, θα τα εντοπίσουμε να περιβάλλονται από μια πραγματικότητα απόλυτα συνυφασμένη με τον κόσμο της οθόνης, αφού, δεν ήταν λίγες οι φορές που, κρατήθηκαν στη μητρική αγκάλη, έχοντας ως «ομογάλακτο», στα χέρια της μητέρας, ένα κινητό.
Κατά συνέπεια, μετά από αυτόν τον ιδιότυπο, πρώτο, «τριγωνικό δεσμό», (Μητέρα – Κινητό – Βρέφος), σπεύδουν, ευκολότερα και με αυξανόμενη τάση, σε κάθε εξελικτικό τους στάδιο να ταυτιστούν, καθρεφτίζοντας τις ανάγκες και τη συναισθηματική τους κατάσταση, με ψηφιακά ινδάλματα και πρότυπα.
Παράλληλα, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι τα χρόνια της σύγχρονης – διευρυμένης – εφηβείας χαρακτηρίζονται από έναν γενικευμένο, και δομημένο από κρίσεις, κοινωνικοοικονομικό, αλλά και έναν παραδοσιακότερο, συναισθηματικό κυκεώνα.
Αποτελεί, άλλωστε, η εφηβεία μία περίοδο στην οποία αναδύονται φλέγοντα ερωτήματα, που αφορούν τους προσωπικούς στόχους, την επαγγελματική αποκατάσταση και τη σεξουαλικότητα, κατά την οποία, όμως, δεν σπανίζουν οι φορές, όπου οι γονείς, πλήρως απορροφημένοι με την κάλυψη των αναρίθμητων υποχρεώσεών τους, αφήνουν τον έφηβο να πορεύεται μόνος του, στο πέλαγος των ερωτηματικών, χωρίς φροντίδα και καθοδήγηση.
Είναι, ταυτόχρονα, εξίσου σημαντικό, για τη σφαιρικότερη θέαση του κοινωνικού αυτού φαινομένου, να κατανοήσουμε ότι το διαδίκτυο, με τη συμμέτοχη των εφήβων, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα βιντεοπαιχνίδια, λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο στις μέρες μας, ως εφηβική τελετή ενηλικίωσης, όπως το τσιγάρο για τις προηγούμενες γενιές, ως μέσον, δηλαδή, απόδειξης της αξίας τους, στα τόσο σημαντικά, για εκείνους, δίκτυα των συνομηλίκων.
Συνεπώς, ζώντες οι έφηβοι σε μια περίοδο, αντιθέσεων, εντάσεων και αμφιβολιών και αδυνατώντας να εντοπίσουν και να λεκτικοποιήσουν αποτελεσματικά τα αίτια της αμφιθυμίας και της δυσφορίας τους, βρίσκουν συχνά, ακάλυπτοι συναισθηματικά και με δεδομένες τις ανάγκες τού ανήκειν και της άνευ όρων αποδοχής, καταφύγιο στις οθόνες.
Είναι δεδομένο, επίσης, βάσει των πορισμάτων επιστημονικών ερευνών, ότι το διαδίκτυο των εντάσεων, των γρήγορων εναλλαγών, της πληθώρας των επιλογών και της «ασφάλειας» του ανώνυμου και ιδεατού εαυτού, που ανταποκρίνεται ξεκάθαρα στο αίσθημα της εφηβικής ανασφάλειας, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ηλεκτρονικού ναρκωτικού. Συμπαρασύροντας τους έφηβους σε έναν εικονικό κόσμο, «ναρκώνει» τους φόβους, την αβεβαιότητα και τη μοναξιά που βιώνουν, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ένα παυσίπονο ανακουφίζει τον σωματικό πόνο.
«Αποσυνδέοντας», λοιπόν, τον εαυτό από την πραγματικότητα αναζητούν, οι έφηβοι, έναν τρόπο να πάρουν απόσταση από τις πηγές των προβλημάτων τους, χωρίς να διακρίνουν, τουλάχιστον αρχικά, τις παγίδες της εξάρτησης, της διαστρεβλωμένης πραγματικότητας και των επιφανειακών και επίπλαστων, συχνά, διαπροσωπικών, διαδικτυακών σχέσεων. Ακολουθούν, συνεπώς , ξεκάθαρα, τον δρόμο μιας αποσυμφορητικής εκτόνωσης για τα «πυρφόρα» συναισθήματά τους, που παρουσιάζει ομοιότητες με άλλες, αντίστοιχες εφηβικές επιλογές καταφυγίων, όπως το αλκοόλ, οι ναρκωτικές ουσίες, τα αντικαταθλιπτικά και η βία, με την οποία το διαδίκτυο, πλέον, συνομιλεί ανοικτά.
Επιλογές, με άλλα λόγια, εσωτερίκευσης ή εξωτερίκευσης του συναισθηματικού τους αδιεξόδου, οι οποίες σε κάθε περίπτωση αποτελούν στην πραγματικότητα μια εφηβική έκκληση για συμπαράσταση, συμπερίληψη και βοήθεια.
Εξ αιτίας αυτού, κύριο μέλημα της πολιτείας, είναι πρόσφορο να αποτελεί,πέραν από τα όποια κατασταλτικά αντίμετρα, ο αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης προς ένα ανθρωποκεντρικό σύστημα, που θα υποστηρίζει τους μαθητές και τους δασκάλους, προς την όντως, δηλαδή, παιδεία.
Ένα σύστημα που θα χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια του πνεύματος και της προσωπικότητας του μαθητή, στοχεύοντας όχι μόνο στη διανοητική του ενδυνάμωση, αλλά και στην ενίσχυση της συναισθηματικής του νοημοσύνης. Μια εκπαιδευτική διαδικασία, δηλαδή, στηριζόμενη σε αρχές και αξίες, όπωςη συνεργατικότητα, το μοίρασμα, η ελευθερία του λόγου καιο σεβασμός στον ρυθμό ανάπτυξης και εξέλιξης του κάθε μαθητή ξεχωριστά, η οποία θα διδάσκει τους νέους να καταφεύγουν, όχι στη βία, στην επιθετικότητα και στις εξαρτήσεις, αλλά στην καρδιά και το μυαλό τους, που είναι οι δικές τους θετικές δυνάμεις.
Βέβαιος σύμμαχος και συνοδοιπόρος σε αυτό το ταξίδι της εσωτερικής καλλιέργειας δύναται να σταθεί για τον μαθητή το βιβλίο, όχι απλώς ως εγχειρίδιο, άλλα ως δίαυλος επικοινωνίας με το παγκόσμιο και διαχρονικό πνεύμα, ως φορέας, δηλαδή, διάπλασης, μνήμης και πολιτισμού. Γι’ αυτό και χρειάζεται, παράλληλα, να αναγνωρίσουμε τα ενθαρρυντικά, κατ’ αρχήν, πρώτα βήματα που σημειώθηκαν προς τη στερέωση αυτής της συμμαχίας, με την αναδιαμόρφωση του μαθήματος της Λογοτεχνίας στο σχολείο και την εισαγωγή στο διδακτικό πρόγραμμα αυτούσιων λογοτεχνικών «θησαυρών».
Αξιοποιώντας, συνεπώς, τα αδιαφιλονίκητα δώρα της παιδείας στην ψυχή θα μπορέσουν, οι νέοι, να διακρίνουν με καθαρή ματιά τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται σε, έως τότε, ομιχλώδη, ασαφή και επικίνδυνα τοπία. Θα κατορθώσουν, ας πούμε, να πλέξουν πάνω στον παγκόσμιο ιστό τα δικά τους προσωπικά υφάδια, αναζητώντας νέα ενδιαφέροντα, μαθαίνοντας νέες τέχνες, ανασύροντας λογοτεχνικούς και άλλους πολιτισμικούς θησαυρούς, συνομιλώντας, για όσα τους απασχολούν, με συνομηλίκους τους, από άλλα μήκη και πλάτη της γης, και εντοπίζοντας, μέσα σε δευτερόλεπτα, φίλους, για χρόνιαχαμένους, αφού θα γνωρίζουν, πλέον, τον τρόπο και τα ψυχοδιανοητικά μέσα για ένα ασφαλές διαδικτυακό ταξίδι.
Την ίδια στιγμή, σε πολιτειακό επίπεδο, απαιτείται επαγρύπνηση, καθώς και ο σχηματισμός ενός αδιαρραγούς και στενού δικτύου συνεργασίας μεταξύ των εκπαιδευτικών δομών, της οικογένειας και των ειδικών της ψυχικής υγείας, ώστε σε συνδυασμό με σχετικά μέτρα να οικοδομηθεί ο φάρος, που θα οδηγήσει τους νέους, εφόσον το χρειάζονται, από τα αχαρτογράφητα νερά της σύγχρονης εποχής σε ένα ασφαλές λιμάνι ενημέρωσης και στήριξης.
Σε περιπτώσεις, δε, που παραστεί ανάγκη, θα μπορέσουν με την αρωγή οικογενειακών συμβούλων και θεραπευτών, μέσα στο ίδιο πλαίσιο, αν δεν τους λύσουν ολότελα, τουλάχιστον να χαλαρώσουν τους κόμπους του συναισθηματικού τους φορτίου, να κατανοήσουν και να οργανώσουν τις εμπειρίες τους, καθώς και να εκφράσουν, αλλά και να διαχειριστούν τους προβληματισμούς και τις προκλήσεις που προκύπτουν, σε αυτό το καίριο στάδιο της ζωής τους. Με μια τέτοια πρόνοια θα μπορέσουν να προετοιμαστούν κατάλληλα για την είσοδό τους στην ενήλικη ζωή, τηρώντας αποστάσεις ασφαλείας από ψηφιακά και άλλα δίκτυα.
Παράλληλα, σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να αναλάβουμε οι μεγαλύτεροι την ευθύνη μας. Εξ άλλου εμείς κληροδοτήσαμε στους νέους, μαζί με τα καλά και όλα μας τα βάρη, μεταξύ άλλωνπ.χ., τις οικονομικές ακρότητες, την κοινωνική αστάθεια και την ανεξέλεγκτη τεχνολογική εξέλιξη. Ενώ, δεν είναι σπάνιες οι φορές που και εμείς οι ίδιοι βρισκόμαστε κατεσταλμένοι μπροστά στις οθόνες μας, θύματα και σηματωροί συγχρόνως της θελκτικής, εικονικής πραγματικότητας.
Είναι ανάγκη, επομένως, να συνειδητοποιήσουμε πως οφείλουμε να σταματήσουμε να στεκόμαστε απλώς επικριτικά απέναντι στη νέα γενιά, λαμβάνοντας μεμονωμένα και μονοδιάστατα, κατασταλτικά μέτρα, όπως οι αποβολές. Δράσεις που, ενδέχεται, να δυναμιτίσουν την εγγενή αντίδραση για αυτονόμησή του εφήβου προς την όποια μορφή εξουσίας, οικογενειακή ή πολιτειακή, φέρνοντας έτσι τη νέα γενιά αντιμέτωπη με την κοινωνία και διευρύνοντας το χάσμα. Αντίθετα είναι ύψιστη ανάγκη να την ακούσουμε, συνδράμοντάς την και επιδιώκοντας, κατ’ επέκταση, η όποια σοφία των χρόνων μας, να γίνει στήριγμα και οδηγός της.
Μπορούμε, για παράδειγμα, να κινητοποιηθούμε με συλλογικές δράσεις, απαιτώντας, λ.χ., από τις μεγάλες τεχνολογικές πλατφόρμες να επιδείξουν υπευθυνότητα, δημιουργώντας υγιείς διαδικτυακές κοινότητες, καθώς και να αιτηθούμε ενεργά από την Πολιτεία να διασφαλίσει το δικαίωμα της νιότης στα δημόσια ανθρωπιστικά αγαθά.
Πάνω απ’ όλα, όμως, μπορούμε και οφείλουμε να σταθούμε δίπλα στους νέους με ανοιχτή την αγκαλιά μας, εμφορούμενοι από αγάπη, αποφασιστικότητα και εμπιστοσύνη.
Μέσα σε όλο αυτό το υποστηρικτικό περιβάλλον, που περιγράψαμε, θα έχουν οι σύγχρονοι νέοι την ευκαιρία, αναπτύσσοντας τις συναισθηματικές τους δεξιότητες, να οικοδομήσουν, τόσο στο σήμερα, όσο και μελλοντικά, υγιείς και στέρεες διαπροσωπικές σχέσεις. Ένα θετικό, δηλαδή, «σχετίζεσθαι», το οποίο θα συμβάλει, με τη σειρά του, στην ψυχική ανθεκτικότητα του ατόμου και θα διασφαλίσει την αρμονία, συνδιαµορφώνοντας, εν τέλει, ανθρωπινότερες, ενσυναισθητικές, αλληλέγγυες καιλιγότερο ψηφιακές κοινωνίες και πραγματικότητες.
Ελισάβετ Μπαρμπαλιού,
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια,
Οικογενειακή Θεραπεύτρια (ECP),
Μουσικοθεραπεύτρια (GIM),
Επιστημονική Υπεύθυνη του
Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας (ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.)
Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα : psychologynow.gr