Σύγχρονες όψεις και θύματα ενός διαχρονικού πολέμου μεταξύ των δύο φύλων.

Τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά έμφυλης βίας στη χώρα μας, με ύστατο παράδειγμα τη  δολοφονία της εικοσιοκτάχρονης, Κυριακής, έξω από το Α.Τ. των Αγίων Αναργύρων, φέρνουν, δυστυχώς και πάλι, αντιμέτωπη την κοινή γνώμη με ένα ζήτημα, αυτό των «γυναικοκτονιών», που ακόμα και στον αποκαλούμενο δημοκρατικό και πολιτισμένο δυτικό κόσμο, τείνει να εκλάβει τεράστιες διαστάσεις και χαρακτήρα μάστιγας.

Θλιβερή είναι η κατάσταση στη χώρα μας με το φαινόμενο να σημειώνει ιλιγγιώδη αύξηση της τάξεως του 187,5%, ανάμεσα στο 2020 και το 2021, εγείροντας τεράστια ερωτηματικά στην κοινωνία και προκαλώντας, παράλληλα, οδύνη, οργή, αλλά και πόλωση στις σχέσεις των δύο φύλων. Αντίστοιχα, εν έτει 2024, στην κραταιά Γερμανία λαμβάνει χώρα καθημερινά μία απόπειρα εις βάρος των γυναικών και κάθε τρείς μέρες η αποτρόπαια αυτή πράξη επιτυγχάνεται. Ανάλογη είναι η κατάσταση στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ ακόμα και στην πρωτοπόρα σε θέματα ισότητας, Σουηδία, κάθε δέκα μέρες μια γυναίκα κακοποιείται μέχρι θανάτου από τον σύζυγο ή τον σύντροφό της.

Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, πως λόγω της σχηματισθείσας συνθήκης οφείλουμε, ως ειδικοί αλλά και σαν κοινωνία, να σταθούμε με μεγαλύτερη υπευθυνότητα, ενσυναίσθηση και ευήκοα ώτα απέναντι, τόσο στις φανερές, όσο και στις άδηλες, ακόμα, εκκλήσεις για βοήθεια.

Στις αθέατες πλευρές κάθε δράματος, άλλωστε, πίσω από βίαια και ειδεχθή εγκλήματα, είναι κρυμμένα βαθύτερα κοινωνικά, οικογενειακά και διαπροσωπικά αίτια, τα οποία είναι επείγουσα ανάγκη να εντοπίσουμε και να διερευνήσουμε, πίσω από την αυλαία της επικαιρότητας, ρίχνοντας φως στις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές μεταβολές, που απετέλεσαν το υπόστρωμα αυτής της σύγχρονης και εξελισσόμενης τραγωδίας.

Το επιτακτικό του ζητήματος επισημαίνεται και από την πολιτεία, όταν, δια στόματος του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, δηλώνονται τα ακόλουθα: «Υπάρχει ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο εξελίσσεται πολύ γρήγορα τα τελευταία χρόνια και μάλιστα πιο βίαια. Ένα κοινωνικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να συζητήσουμε, είναι ότι μετά την πανδημία υπάρχει μία έξαρση (σ.σ. του φαινομένου), την οποία εγώ δεν μπορώ να ερμηνεύσω».

Αν για την ερμηνεία του κεφαλαιώδους αυτού ζητήματος, ως ειδικοί του χώρου της ψυχικής υγείας, χρησιμοποιήσουμε τον φανό που παρέχει η συστημική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, τότε το φαινόμενο αυτό αποκαλύπτεται με εντελώς διαφορετικές διαστάσεις, αφού προσεγγίζεται ως παθογένεια ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος στο οποίο εκδηλώνεται.

Πιο συγκεκριμένα, μέσα από εκτενείς κλινικές παρατηρήσεις, αρθρώνεται, με βεβαιότητα πλέον, το συμπέρασμα ότι τα θύματα αυτά είναι αποτέλεσμα ενός πολέμου που προκύπτει, στη σύγχρονη τουλάχιστον εκδοχή του, εξαιτίας της ασύμμετρης εξέλιξης των ρόλων ανάμεσα στα δύο φύλα.

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι, μέσα από αγώνες δεκαετιών, η γυναίκα χειραφετήθηκε, ισχυροποιήθηκε και ολοκληρώθηκε σε πολλά επίπεδα. Συνειδητοποιώντας, κατά συνέπεια, τη δύναμή της, βγήκε προς τα έξω και διεκδίκησε τη θέση της στην κοινωνία, καταλαμβάνοντας το ένα – μετά το άλλο τα απόρθητα, μέχρι πρότινος, ανδρικά οχυρά. Κατόρθωσε έτσι να εκπληρώσει πολλά καταπιεσμένα και ανεκπλήρωτα όνειρα αιώνων, με μεγάλο, όμως, τίμημα, αφού αναγκαζόμενη να υιοθετήσει κάποια ανδρικά γνωρίσματα, χρήσιμα, ιδιαίτερα στον σκληρό κόσμο της εργασίας, όπως ο ανταγωνισμός, η ψυχρή λογική και η σκληρότητα, έχασε, στον βωμό της καταξίωσης, κάποιες από τις θηλυκές της πλευρές.

Την ίδια περίοδο εντοπίζουμε τον συζυγικό, πατρικό και ανδρικό, εν γένει, ρόλο να έχει επηρεαστεί δυσμενώς στον πυρήνα του από τις αλλαγές που επήλθαν στη γυναικεία ταυτότητα. Τα κενά που γέννησε στην οικιακή εστία η γυναικεία απουσία, κλήθηκε να καλύψει ένας αμήχανος και απροετοίμαστος άνδρας. Αποδυναμωμένος και φοβισμένος από την απώλεια των σκήπτρων της δημόσιας σφαίρας, φορώντας ακόμα, σε πολλές περιπτώσεις, την πανοπλία, που του επιβάλλουν τα πατριαρχικά στερεότυπα επί αιώνες, δηλαδή του ισχυρού και κυρίαρχου αρσενικού, κοντοστέκεται σαστισμένος, ατενίζοντας το άγνωστο που υψώνεται μπροστά του και αναζητεί να βρει καινούργιο προσανατολισμό.

Σε αυτό το ήδη θολό τοπίο ήρθαν να συμβάλλουν, με ξεκάθαρα αρνητικό για τις σχέσεις των δύο φύλων πρόσημο, οι πολυεπίπεδες κρίσεις των τελευταίων ετών, με προεξάρχουσες την οικονομική κρίση και την πανδημία. Συνθήκες που απέκλεισαν, αφ’ ενός,  σε μεγάλο βαθμό, τη διέξοδο της εργασίας για τον άνδρα και προκάλεσαν, αφ’ ετέρου, μια εξαναγκαστικού χαρακτήρα, ασυνήθιστη μεταξύ των ζευγαριών εγγύτητα, για την οποία κανείς δεν ήταν έτοιμος.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ραγδαίων μετασχηματισμών οι σχέσεις επηρεάστηκαν, έγιναν, ενίοτε, αδιέξοδες, βραχύβιες, οδηγούμενες έτσι συχνότερα σε διάλυση. Κίνηση, η οποία αποτελεί κυρίως γυναικεία πρωτοβουλία, ως έκφραση του δυναμισμού και των αυξημένων σχεσιακών απαιτήσεων που, η γυναίκα του σήμερα, άρχισε να διαμορφώνει, ενώ λειτουργεί συνάμα ως ηχηρό σάλπισμα ανεξαρτησίας, λυτρώνοντας μαζί με τα δικά της τραύματα και εκείνα των γυναικών προηγούμενων γενεών.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι οι περισσότερες γυναικοκτονίες λαμβάνουν χώρα, όταν η γυναίκα απειλεί με χωρισμό ή αμέσως μετά από αυτόν, αφού, για την πλειονότητα των ανδρών, μια τέτοια έκβαση εκλαμβάνεται ως μια ξεκάθαρη αμφισβήτηση, της ήδη βαθειά, πληγωμένης από την αποδυνάμωση, εξαιτίας των εξελίξεων, προσωπικότητάς τους. Αισθανόμενοι πως βάλλεται ο ανδρισμός τους, κατακλύζονται με πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων: θυμό που απομένουν μόνοι, απογοήτευση και ματαίωση λόγω των ανεκπλήρωτων προσδοκιών τους, ενώ στην περίπτωση των διαλυμένων γάμων νοιώθουν αγωνία και ντροπή απέναντι στην κοινωνία, αλλά και ενοχές για την αποτυχία τους να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους ως οικογενειάρχες.

Όλες αυτές οι εξελίξεις και τα σαλπίσματα βρίσκουν, τα τελευταία χρόνια, τον άνδρα, άνεργο (συχνό χαρακτηριστικό των δραστών), φοβισμένο, απογοητευμένο, συντετριμμένο και εγκλωβισμένο σε μια «Κυκλώπεια νήσο», όπου αναγκάζεται έξαφνα να είναι ο «Κανένας»! Χωρίς ταυτότητα ψάχνει απεγνωσμένα σχεδίες, καταφύγια και γιατρειά για τον ψυχικό του πόνο, στη χρήση ουσιών (άλλο ένα γνώρισμα των δραστών) και στην αποσυμφορητική, εξουσιαστική και συχνά κακοποιητική σεξουαλική δραστηριότητα, όπως αυτή προβάλλεται από τη βιομηχανία του πορνό και το διαδίκτυο.

Όταν δε τα κίβδηλα αυτά παυσίλυπα, νομοτελειακά, δεν αποφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, το σύνολο των αρνητικών του συναισθημάτων καταλήγει, μετασχηματιζόμενο, να εκπορεύεται μέσα από το μοναδικά επιτρεπτό και κυρίαρχο ανδρικό συναίσθημα του θυμού. Σε ακραίες περιπτώσεις ο καταπιεσμένος θυμός μετατρέπεται σε μίσος για τον άλλον, συσκοτίζοντας τον νου, αποδιοργανώνοντας πλήρως την εσωτερική συγκρότηση του ατόμου, ωθώντας το, μέσα στην απόγνωση του, σε πράξεις νοσηρής παθογένειας. Άνδρες που διέπραξαν φόνους, βιασμούς και κάθε λογής ακρότητα, άνδρες που έγιναν πατροκτόνοι, μητροκτόνοι, συζυγοκτόνοι, στον πυρήνα της ύπαρξής τους κατακλύζονταν από έντονα και ανεπεξέργαστα συναισθήματα.  

Ακριβώς όπως ο δράστης του συγκεκριμένου, στυγερού εγκλήματος, που τυφλωμένος, μοιάζει να αναζήτησε τον υπαίτιο της δυσφορίας του στον άλλο πόλο. Έτσι το μαχαίρι του, κατέληξε μοιραία βυθιζόμενο, στο βάθος της γυναικείας καρδιάς, ως μια κίνηση ανταπόδοσης, ως ένα νοσηρό αντιστάθμισμα της δικής του «λαβωμένης» καρδιάς.
Υποκρύπτοντας, με τον τραγικό αυτόν τρόπο, την έκφραση μιας «σιωπηλής κραυγής βοήθειας» από έναν άνδρα, που χάνεται στη σκιερή πλευρά της ύπαρξης.

Ωστόσο, η περίοδος που διανύουμε, παρά τις καταφανείς δυσκολίες, τις αντιφάσεις και τις αντιξοότητες που εμφανίζει, καλλιεργεί, παρ’ όλα αυτά, ένα κλίμα συμφιλίωσης και συγκερασμού των αντίρροπων οπτικών των δύο φύλων. Η κλινική́ μου εμπειρία με ζευγάρια, οικογένειες και ομάδες επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τα δύο φύλα, αρχίζουν, πλέον, να αναζητούν τις λύσεις μέσα τους, πορευόμενα προς αυτή την κατεύθυνση.

Από τη μία συναντάμε τον σύγχρονο άνδρα, ο οποίος αντιμέτωπος με τα προσωπικά του αδιέξοδα, καλείται να λύσει τη σιωπή του, να ανοίξει την ψυχή του και αφηγούμενος την ιστορία του στο «ντιβάνι» της ψυχοθεραπείας να εκθέσει τις πληγές του στο φως και θεραπεύοντάς τες να διαμορφώσει μια νέα ανδρική ταυτότητα.

Από την άλλη αντικρίζουμε τη γυναίκα, του 21ου αιώνα, εξοικειωμένη, μέσα από την ιστορία της, να εκφράζεται και να μοιράζεται, να στρέφεται στους ειδικούς της ψυχικής υγείας προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δικές της προκλήσεις. Καλείται συνεπώς,  μπροστά σε αυτή την καινούργια προοπτική, να αποδεχτεί σταδιακά τον άνδρα στη νέα του διάσταση, κατανοώντας ταυτόχρονα ότι οι πράξεις του καθοδηγούνται από συγκεκριμένα κίνητρα κι ότι οι σκέψεις του διαμορφώνονται μέσα σε συγκεκριμένα οικογενειακά και κοινωνικά πλέγματα.
Είναι ζωτικής, θα λέγαμε, σημασίας να συνειδητοποιήσει, πλέον, η σύγχρονη γυναίκα ότι οι άνδρες, στην ολότητά τους, είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μαζί τους, χωρίς να φοβάται ότι η συμπόρευση αυτή θα απειλήσει την κεκτημένη, έπειτα από αγώνες αιώνων, προσωπική της δύναμη.

Μόνο μέσα από αυτόν τον άγνωστο, μέχρι σήμερα, δρόμο της συνύπαρξης επιτυγχάνεται η ουσιαστική συνάντηση του ζευγαριού, επιτρέποντας έτσι την οικοδόμηση μιας σχέσης αμοιβαιότητας, αγάπης, αλληλοκατανόησης και εμπιστοσύνης.

Απαλλαγμένοι, πλέον, ο άνδρας και η γυναίκα, από τις κληρονομιές του παρελθόντος και εξαλείφοντας τους μνηστήρες των διαπροσωπικών τους προκαταλήψεων, θα κατορθώσουν εν τέλει να οδηγηθούν σε ένα καινούργιο και διαφορετικό «μαζί»!

Ελισάβετ Μπαρμπαλιού,
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια,
Οικογενειακή Θεραπεύτρια (ECP),
Μουσικοθεραπεύτρια (GIM),
Επιστημονική Υπεύθυνη του
Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας (ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.)


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας: ΤΟ ΒΗΜΑ
(05.04.2024)