Ελισάβετ Μπαρμπαλιού
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια – Οικογενειακή Θεραπεύτρια
Με τον όρο “όριο” στα Μαθηματικά νοείται η διαρκής μείωση μιας απόστασης, χωρίς όμως ποτέ αυτή να μηδενίζεται. Στις ανθρώπινες σχέσεις ο όρος αφορά τον ζωτικό, προσωπικό χώρο, που χρειάζεται κάποιος για να αναπτυχθεί και να ωριμάσει συναισθηματικά, νιώθοντας ασφαλής. Μέσα από αυτόν, την ίδια ώρα, προσδιορίζει τον εαυτό, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του, δείχνοντας στον κοινωνικό του περίγυρο τον τρόπο που θέλει να τον βλέπουν και να τον αντιμετωπίζουν. Πρόκειται, εάν θέλουμε να το θέσουμε διαφορετικά, για μια ατέρμονη εσωτερική αλλά και εξωτερική συνδιαλλαγή µε τον εαυτό και τους άλλους προκειμένου το άτομο να προστατεύεται, να βρίσκεται σε πλήρη ισορροπία µε τις βαθύτερες ανάγκες του, να διατηρεί σχέσεις αλληλοσεβασμού, ορίζοντας την ταυτότητα και την ύπαρξή του στον κόσμο που τον περιβάλλει.
Η σχέση µας µε τα όρια εξελίσσεται καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής µας. Επηρεάζεται από παράγοντες όπως, τα προσωπικά βιώματα και οι εμπειρίες που κουβαλάµε, οι προσδοκίες που έχουμε από τον άλλον, το οικογενειακό και κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε, η εποχή που ζούμε, κ.ο.κ., που διαμορφώνουν, σε μεγάλο βαθμό, τις αντιλήψεις µας, τις απόψεις µας, τις επιλογές µας και εν τέλει την καθημερινότητά µας.
Η τοποθέτηση ορίων, παρόλο που ακούγεται ως μια απλή και ξεκάθαρη διαδικασία, στην πραγματικότητα δεν είναι, καθώς πρόκειται για μια λεπτή και δυσδιάκριτη γραμμή που διαχωρίζει εμάς µε τους γύρω µας ενώ την ίδια ώρα εντάσσεται σε μια γενικευμένη σύγχυση που επικρατεί για τη σημασία και τη χρησιμότητά της. Πρόκειται για μια κατάσταση που βασίζεται εν μέρει στις ραγδαίες κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, των οποίων ο αντίκτυπος διαπέρασε άτομα και οικογένειες επιδρώντας στον τρόπο σκέψης και συµπεριφοράς τους.
Περνώντας µε αλματώδεις ρυθμούς από τις πατριαρχικές κοινωνικές δομές, που διέπονταν κυρίως από άτεγκτα όρια και απαγορεύσεις, στις μεταμοντέρνες, όπου τα όρια γίνονται ασαφή και µη διακριτά, καλούμαστε να προσαρμοστούμε και να διαχειριστούµε τα δεδομένα μιας νέας πολυσύνθετης πραγματικότητας, που διαρκώς μεταβάλλεται. Πιο συγκεκριμένα στη χώρα µας, οι μεγάλες αλλαγές που ξεκίνησαν στην περίοδο της μεταπολίτευσης, µε τη γενιά του Πολυτεχνείου να αμφισβητεί κάθε μορφή εξουσίας, έθεταν ως δεδομένο, ελευθερίες σε όλους τους τομείς. Βγαίνοντας η χώρα από ένα βασανισμένο και πολυτάραχο παρελθόν, το οποίο δεν αφορούσε µόνο την περίοδο της δικτατορίας αλλά και όλα τα παρελθόντα χρόνια κατά τα οποία ο Έλληνας υπήρξε υποταγμένος στον ξένο ζυγό, γινόταν ολοένα και περισσότερο εμφανής η ανάδυση νέων τάσεων και νοοτροπιών σύμφωνα µε τις οποίες απαγορεύονταν οι απαγορεύσεις σχετικά µε την ιεραρχία σε όλα τα επίπεδα (κοινωνία, οικογένεια, πολιτική, ιδεολογίες, εργασία) ενώ ενθαρρύνονταν οι προσωπικές ελευθερίες. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα “απελευθέρωσης”, όπου επικράτησε μια γενικευμένη κατάσταση ανεκτικότητας, χαλαρότητας και ανοχής, χωρίς την κατάλληλη παιδεία, η σημασία των ορίων παρεξηγήθηκε φτάνοντας στο σημείο να αποκτήσει ιδιαίτερα αρνητική χροιά και σημασία.
Η σύγχυση που αφορά τα όρια δεν περιορίζεται όμως µόνο στην παραπάνω διαπίστωση αλλά ακουμπάει επιπλέον και σε μια άλλη πραγματικότητα, η οποία συνδέεται µε τη “διεύρυνση των συνόρων” ανάμεσα στα κράτη και τις συνέπειες που όλο αυτό επιφέρει. Μέσα από τις μετακινήσεις πληθυσμών, μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι φέρουν το δικό τους αξιακό σύστημα στον νέο τόπο διαμονής τους, χρωματίζεται η έννοια των ορίων ποικιλοτρόπως, αποκτώντας πολυσήμαντες ερμηνείες.
Σ’ ένα τέτοιο μωσαϊκό πολυπολιτισμικότητας, παγκοσμιοποίησης και διαφορετικότητας, µε συναισθήματα φόβου, που πυροδοτούνται από τις πολλαπλές κρίσεις που διανύουμε (κρίσεις αξιών, εξουσίας, οικονομίας κ.α.), κάποιοι βρίσκονται σε σύγχυση αδυνατώντας να προσδιορίσουν τα όρια του εαυτού και της οικογένειάς τους, ενώ κάποιοι άλλοι φτάνουν στα άκρα υιοθετώντας εξτρεμιστικές απόψεις και ιδεολογίες, πιστεύοντας πως όποιος δεν σκέφτεται όπως εκείνοι είναι εναντίον τους. Αλήθεια όμως πού βρίσκεται η χρυσή τοµή; Πώς θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε ως άτομα, οικογένειες, κοινωνίες ολόκληρες, µε τις τόσες ‘’διαφορές’’ που µας χωρίζουν; Πώς θα μπορούσαµε να συµβιώσουµε αρμονικά στο σχολείο, στη δουλειά, στην κοινότητα, μέσα στο ίδιο µας το σπίτι; Πώς θα καταφέρουμε να άρουμε τα εµπόδια που υψώνονται μπροστά µας και κλείνουν τον δρόμο προς την ανοιχτότητα και την επικοινωνία;
Για να απαντήσουµε σε αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται πρώτα να στραφούμε στον εαυτό µας και να αναρωτηθούμε ποια είναι τα δικά µας όρια, πότε και γιατί τα θέτουμε, μέχρι πού αντέχουμε, τι χρειαζόμαστε, εν τέλει, για να αισθανόμαστε καλά;. Χρειάζεται επίσης να αναλογιστούμε πόσο εξοικειωμένοι είμαστε µε την τοποθέτηση ορίων και τι σημαίνει για εμάς τους ίδιους να τα παραλείπουμε, να τα αγνοούμε ή να τα μην τα λαμβάνουμε υπόψη µας;
Την ύπαρξη ή µη των ορίων, τη διδαχθήκαμε από τότε που ήμασταν παιδιά, µε αποτέλεσμα να την αναπαράγουμε στην προσωπική µας ζωή ως ενήλικες. Εάν μεγαλώσαμε σε ένα κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον µε έλλειψη διακριτών ορίων, τότε είναι πολύ πιθανό να μην αποκτήσαμε τη γνώση να εκφράζουμε µε καθαρότητα και σαφήνεια αυτά που νιώθουμε, έχοντας έλλειψη καθαρής εικόνας του εαυτού µας, των αναγκών µας και κατ΄ επέκταση των ορίων που είναι ανάγκη να βάζουµε οι ίδιοι πλέον για να αισθανόμαστε καλά. Ως εκ τούτου, είναι αναμενόμενο να φοβόμαστε ότι κάθε φορά που θα πούµε όχι, μπορεί να χάσουµε την αγάπη, την αποδοχή και τη συμπάθεια των δικών µας ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που πιστεύουμε ότι οι ανάγκες µας δεν είναι τόσο σημαντικές όσο των άλλων. Θεωρώντας την τοποθέτηση ορίων ως πράξη εγωιστική, είναι εξαιρετικά δύσκολο, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου δεν μπήκαν από την αρχή της σχέσης, να αποφασίσουµε τελικά να τα θέσουμε.
Όταν όμως δεν βάζουµε όρια αφήνουμε τον εαυτό µας εκτεθειμένο και απροστάτευτο µε αποτέλεσμα να αποδυναμωνόμαστε ψυχικά και σωματικά. Αυτό έχει σαν αντίκτυπο μέσα στις σχέσεις να ασφυκτιούμε και να υποφέρουμε καθώς αισθανόμαστε ματαιωμένοι, απογοητευμένοι και µόνοι. Όταν οι ανάγκες µας μένουν ανεκπλήρωτες, για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνήθως εκδηλώνουμε άγχος, καταθλιπτικά συµπτώματα ή οδηγούμαστε σε εθισμούς, για να καλύψουµε το εσωτερικό κενό που προκύπτει.
Τα όρια σε μικρά και μεγάλα συστήματα.
Το ζευγάρι και η οικογένεια.
Πολλές φορές παρατηρείται στα ζευγάρια μια κατάσταση συνεξάρτησης, η οποία θέτει φραγμούς στην ατομικότητα και την ελευθερία τους. Πρόκειται για μια δυναμική που αναπτύσσεται στη μεταξύ τους σχέση κατά την οποία, τα όρια του εαυτού μοιάζουν συγκεχυμένα ή ανύπαρκτα. Συνήθως το ένα µέλος από το ζευγάρι παραμελεί συστηματικά τον εαυτό του για να ικανοποιεί τις επιθυμίες του/της συντρόφου της/του, αναλαμβάνοντας σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη της ζωής του, ενώ το άλλο δέχεται παθητικά τη φροντίδα µη γνωρίζοντας τις αντοχές του και τα όρια των δυνατοτήτων του. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, όπου ο “φροντιστής” αισθάνεται άξιος και ικανός, ενώ αυτός που λαµβάνει τη φροντίδα παίρνει έμμεσα την προσοχή που του λείπει, υποβόσκουν ο θυμός, οι ενοχές, ο φόβος και η θλίψη, κάνοντας το ζευγάρι δυστυχισμένο.
Για να θέσει ένα ζευγάρι τα σωστά όρια στη σχέση του, χρειάζεται να γνωρίζει ποιο είναι το όραμά του, οι στόχοι του, τι θέλει να καταφέρει και πώς, ώστε να χαρτογραφήσει από κοινού τις διαδρομές που θα ακολουθήσει, διασφαλίζοντας µε αυτόν τον τρόπο την αρμονία και την ισορροπία του. Η κατανόηση και το μοίρασμα των απόψεων για τη συντροφική ζωή όσον αφορά την ελευθερία, την αυτονομία, τις υποχρεώσεις και τις ανάγκες που έχει ο καθένας αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για μια ομαλή και λειτουργική συνύπαρξη. Ως εκ τούτου τα όρια στο ζευγάρι, τις περισσότερες φορές, προκύπτουν όταν συµπορεύονται οι έννοιες του “εγώ” και του “μαζί” µε αλληλοσεβασμό και ενσυναίσθηση.
Τα όρια στο οικογενειακό σύστημα από την άλλη, καθορίζονται από το σύνολο των κανόνων που ισχύουν ενώ διαφέρουν από οικογένεια σε οικογένεια. Στην οικογενειακή θεραπεία τα όρια θεωρούνται ως αόρατα φράγματα που προσδιορίζουν την επικοινωνία μεταξύ των υποσυστημάτων (π.χ. γονεϊκό, αδερφών κ.α. ) και είναι απαραίτητα για τη διατήρηση μιας υγιούς οικογενειακής δομής (Minuchin & Fishman, 1981). Πιο αναλυτικά ο Minuchin (1974), τα ορίζει ως τους κανόνες που καθορίζουν το ποιος συμμετέχει και πόσο μέσα στην οικογένεια.
Η σημαντικότητα των ορίων σε μια οικογένεια έγκειται στο γεγονός ότι συνδιαμορφώνουν, μαζί µε άλλους παράγοντες, την προσωπικότητα του παιδιού. Πιο συγκεκριμένα το βοηθούν να αισθάνεται ασφαλές και εσωτερικά συγκροτημένο, καθώς έχει διδαχθεί να σέβεται και να φροντίζει τον εαυτό του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το παιδί αποκτά αυτοεκτίμηση, νιώθει εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του, ενώ καθώς μεγαλώνει αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ενεργώντας αυτόνομα.
Η ύπαρξη ξεκάθαρων ορίων βοηθάει τα µέλη της οικογένειας να παραμένουν συνδεδεμένα μεταξύ τους και συγχρόνως να διατηρούν την ατομικότητα και την αυτονομία τους (Minuchin, 1974). Για να θεωρούνται λειτουργικά τα όρια είναι σημαντικό να αλλάζουν, ώστε να προσαρμόζονται στον εκάστοτε κύκλο ζωής της οικογένειας. Έτσι για παράδειγμα ένας πατέρας μπορεί να παρέμβει σε έναν καβγά των παιδιών του ηλικίας τριών και τεσσάρων χρόνων για να τα βοηθήσει να απεμπλακούν, ενώ όταν είναι πλέον ενήλικες προσδοκεί από αυτά να λύσουν τις διαφορές τους µε ώριμο τρόπο.
Οι οικογένειες εκείνες που δεν βάζουν τα σωστά όρια στις μεταξύ τους σχέσεις περιγράφονται είτε ως ασύνδετες είτε ως συγχωνευμένες, ανάλογα µε τον βαθμό διαφοροποίησης των µελών μεταξύ τους, σύμφωνα µε τον Bowen (1998). Στις ασύνδετες οικογένειες απουσιάζουν οι ζεστές σχέσεις µε αποτέλεσμα τα µέλη τους να μην επικοινωνούν και να είναι κλειστά και ψυχρά το ένα προς το άλλο. Τα παιδιά υποφέρουν από τη συναισθηματική απουσία των γονιών τους µε αποτέλεσμα να κλείνονται στον εαυτό τους, έχοντας εσωτερικεύσει την πεποίθηση ότι δεν είναι άξια να αγαπηθούν. Στις συγχωνευμένες – µη διαφοροποιημένες οικογένειες από την άλλη, τα όρια είναι τόσο διαπερατά ώστε η αυτονομία να θυσιάζεται προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία στην οικογένεια καθώς και η αίσθηση “του ανήκειν”. Κάτω από το βάρος των παραπάνω συνθηκών τα µέλη του οικογενειακού συστήματος αποφεύγουν να δημιουργήσουν στενές σχέσεις µε άτομα έξω από αυτό ενώ παραμένουν προσκολλημένα μεταξύ τους, µε τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους να συγχέονται. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση συχνά γεννιούνται δυσλειτουργικά σχήματα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης, µε χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά της “τριγωνοποίησης” και του”γονεοποιημένου παιδιού“.
Σε μια κατάσταση τριγωνοποίησης, η οποία εμφανίζεται συνήθως κάτω από στρεσσογόνες οικογενειακές συνθήκες, στα δύο µέλη της οικογένειας προστίθεται ένα τρίτο, για να αποφευχθεί ή να μειωθεί η ένταση και η ρήξη. Συχνά παρατηρούμε, μέσα από την κλινική µας εμπειρία, όταν οι γονείς έχουν προβλήματα στη σχέση τους να παρεμβαίνει το παιδί, µε έμμεσο τρόπο, εκδηλώνοντας κάποιο σύμπτωμα όπως, σχολική αποτυχία, παραβατική συµπεριφορά, κ.ο.κ. τραβώντας την προσοχή τους στο δικό του “πρόβλημα”.
Στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες, οι γονείς για διάφορους λόγους αδυνατούν να ασκήσουν τον γονεϊκό τους ρόλο και τον εναποθέτουν στο παιδί τους, τότε μιλάμε για το “γονεοποιημένο παιδί“. Το παιδί φορτώνεται βάρη και ευθύνες που δεν του αναλογούν (π.χ. την φροντίδα των μικρότερων αδερφών του, την οικονομική διαχείριση του σπιτιού, την επίλυση οικογενειακών διαφορών, κ.ο.κ.) µε αποτέλεσμα να επιβαρύνεται και να δυσχεραίνεται η ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη.
Ο εργασιακός χώρος.
Στον εργασιακό χώρο τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα γιατί θέματα όπως, τα κέρδη και η επιβίωση της επιχείρησης – εταιρίας έχουν προτεραιότητα σε βάρος του διαλόγου και της δημοκρατικής λειτουργίας. Τα όρια εκεί, σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητα γιατί καθορίζουν ποιες συµπεριφορές είναι αποδεκτές και πώς επηρεάζουν τον τρόπο που οι εργαζόμενοι επικοινωνούν μεταξύ τους. Η ύπαρξή τους είναι σημαντική κυρίως επειδή τους βοηθούν να κατανοήσουν τους ρόλους και τις ευθύνες τους, να διαχειριστούν θέματα ιεραρχίας ή την ύπαρξη ιδεολογικών διαφορών που εμποδίζουν τη συνεργασία, ενώ διατηρούν το εργασιακό περιβάλλον έναν χώρο ευχάριστο και άκρως επαγγελματικό. Από την άλλη, τα όρια στη συµπεριφορά όπως, να μην επιτρέπονται τα υβριστικά σχόλια και η λεκτική επιθετικότητα, η σύναψη ερωτικών σχέσεων, ο προκλητικός τρόπος ντυσίματος, κ.ο.κ., διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων και την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Τα όρια που θέτουμε στην εργασία µας είναι πολλές φορές προέκταση των προσωπικών µας ορίων, καθώς προστατεύουν την ατομικότητά µας χωρίς να εμποδίζουν απαραίτητα την επίτευξη κοινών στόχων µε τους συναδέλφους µας. Είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι συνεργάτες µας τα όριά µας (π.χ. το ωράριο εργασίας µας, τις προτεραιότητές µας, το είδος συζήτησης που θεωρούµε αποδεκτό) αλλά και τι να περιμένουν από εμάς καθώς χωρίς την ύπαρξη καθαρών ορίων είναι πιθανό να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις που ενδεχομένως οδηγήσουν σε αντιπαραθέσεις, ψυχρότητα σχέσεων και έλλειψη συνεργασίας.
Εν κατακλείδι, ποιο είναι το μυστικό για τη λεπτή ισορροπία των ορίων στη ζωή µας; Μοιάζει σε όλες τις μορφές συνύπαρξής µας µε τους άλλους, είτε ως γονείς, είτε ως εργαζόμενοι, είτε ως πολίτες, το κλειδί να βρίσκεται στη βαθιά γνώση του εαυτού και των αναγκών µας, µε τρόπους διαχείρισης δεξιοτήτων όπως, η επικοινωνία και ο διάλογος, η ανοιχτότητα στην έκφραση των συναισθημάτων µας καθώς και η ενσυναίσθηση αλλά και ο σεβασμός στα όρια των άλλων. Οι αλλαγές, άλλωστε, ξεκινούν πρώτα μέσα µας και έπειτα διαχέονται στους γύρω µας. Κάπως έτσι μοιάζει εν τέλει να χτίζεται η συνύπαρξη ετερόκλητων μικρών και μεγάλων ομάδων ανθρώπων, οικογενειών και κοινωνιών: μέσα από την αλλαγή του εαυτού µας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bowen, M. (1998). Τρίγωνα στην οικογένεια. Ανωνύµου, Για τη διαφοροποίηση του εαυτού. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα (έκδοση πρωτοτύπου 1972).
- Minuchin, S. (1974). Families and family therapy. Cambridge, MA: Harvard University Press.
- Minuchin, S., & Fishman, H. C. (1981). Family therapy techniques. Cambridge, MA: Harvard University Press.
———————————————————————————————————————–
Περιοδικό ΄΄Κοινωνική Επιθεώρηση ΄΄ Τεύχος 18 – Μάιος 2016