μια σχέση καθοριστική για τη ζωή του άνδρα
Ελισάβετ Μπαρμπαλιού
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια – Οικογενειακή Θεραπεύτρια
Από τους πανάρχαιους χρόνους, η μητέρα εμφανίζεται είτε ως Παναγία που φροντίζει στοργικά και προσφέρει αγάπη και καλοσύνη, είτε ως Μήδεια που θυσιάζει τα παιδιά της για να καλύψει προσωπικές της ανάγκες, αποτελώντας δύο κυρίαρχα αρχέτυπα μητέρας που έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο μέχρι και σήμερα. Η σχέση του αγοριού με τη μητέρα του, την οποία θα διερευνήσουμε στη συνέχεια, είναι μια σχέση με ξεχωριστή σημασία. Ο τρόπος με τον οποίο θα σχετιστεί ο γιος μαζί της, θα επηρεάσει τον ψυχισμό του και την ποιότητα των σχέσεων που θα αναπτύξει καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του με τους ανθρώπους και ιδιαίτερα με το άλλο φύλο. Πρόκειται για μια σχέση πρότυπο, την οποία ο γιος θα αναζητά καθώς μεγαλώνει, αποτελώντας κριτήριο με βάση το οποίο θα επιλέγει τις γυναίκες με τις οποίες θα συναναστρέφεται.
Το δέσιμο με τη μητέρα ξεκινάει από πολύ νωρίς και συγκεκριμένα από τη στιγμή της γέννησης του αγοριού ενώ η σχέση εξελίσσεται και αλλάζει στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής του. Από τη στιγμή που γεννιέται λοιπόν, δημιουργείται μεταξύ τους ένας δυνατός συναισθηματικός δεσμός, με τη μητέρα να του καλύπτει όλες τις ανάγκες, σωματικές και συναισθηματικές, ενώ εκείνο να δέχεται παθητικά τη φροντίδα της, όντας εξαρτημένο αποκλειστικά από την παρουσία της. Σύμφωνα με την Badinter (1994), αυτή η πρώτη εμπειρία που αποκτάται έχει διαφορετικό αντίκτυπο για το αγόρι απ΄ ότι για το κορίτσι. Πιο συγκεκριμένα το κορίτσι ταυτίζεται με τη μητέρα λόγω ίδιου φύλου αποδεχόμενο τη θηλυκότητά του, σε αντίθεση με το αγόρι που θα χρειαστεί να διαφοροποιηθεί, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι ίδιο με εκείνη, καθώς και να βγει από την αρχική κατάσταση της παθητικής εξάρτησης που απόλαυσε και βίωσε με ευχαρίστηση, προκειμένου να γίνει άνδρας.
Μέσα στα πρώτα χρόνια της συμβιωτικής σχέσης με τη μητέρα, το αγόρι βιώνει συναισθήματα αγάπης, αφοσίωσης, ασφάλειας και σταθερότητας, ενώ σταδιακά αρχίζει να αποχαιρετά την ταύτιση και εξάρτησή του από εκείνη. Σε αυτό το στάδιο, η παρουσία του πατέρα στη ζωή του γιου του είναι σημαντική καθώς μετριάζει την αποκλειστική επίδραση της μητέρας πάνω του, συμμετέχοντας ενεργά στη διαπαιδαγώγηση και στο μεγάλωμά του. Εξάλλου, παρατηρώντας το αγόρι να επιζητά την προσοχή του πατέρα καθώς και να εμπλέκεται σε διάφορες δραστηριότητες μαζί του, διαπιστώνεται η φυσική του ανάγκη να προσκολληθεί στην πατρική φιγούρα, ώστε να διαμορφώσει την ανδρική του ταυτότητα.
Αργότερα στην εφηβεία, όπου το αγόρι εγκαταλείπει την παιδικότητα και αρχίζει η μετάβαση προς την ενηλικίωση, η ανάγκη του για ανεξαρτητοποίηση μπορεί να δημιουργήσει ένταση στη σχέση του με τη μητέρα. Ο έφηβος επιδιώκει μαζί της μια σχέση εντελώς διαφορετική από αυτή που είχε αναπτυχθεί μέχρι τότε. Είναι πολύ συνηθισμένο ο γιος να μην της επιτρέπει να εκδηλώνει τη φροντίδα και τη στοργή της στο πρόσωπό του με τον τρόπο που συνήθιζε, όπως να τον αποκαλεί με χαϊδευτικά ονόματα, να τον φιλάει και να τον αγκαλιάζει σαν να είναι μικρό παιδί. Εκείνη, από την άλλη πλευρά, δυσκολευόμενη να αποδεχτεί το μεγάλωμά του, του συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν αρμόζει στην ηλικία του. Παρατηρείται συχνά να θέλει να τον κρατήσει κοντά της δίνοντάς του πολλές φορές ένα ρόλο που δεν του αναλογεί, όπως να τη στηρίζει όταν δεν καλύπτεται από το σύντροφό της ή να είναι δίπλα της όταν εκείνη τον χρειάζεται. Σε αυτό το στάδιο, η έλλειψη συμμετοχής του πατέρα στη ζωή του έφηβου πλέον γιου του είναι καθοριστική για τη μετέπειτα προσωπική του εξέλιξη, δυσκολεύοντάς τον στο χτίσιμο της ανδρικής του ταυτότητας και συμπεριφοράς. Τον γεμίζει με ερωτηματικά για τον ανδρισμό του, προκαλώντας του έτσι αδυναμία να συνδεθεί με τους ομότιμούς του με φιλικές σχέσεις, παραμένοντας απομονωμένος και σε μεγάλη σύγχυση.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός έφηβου που βίωσε την ασφυκτική επιρροή της μητέρας καθ΄ όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας έως τη μετάβασή του στην εφηβεία. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκαν προβλήματα στη συμπεριφορά του νέου, λόγω της απομόνωσής του και της μη αποδοχής από τους συνομηλίκους του, τα οποία οδήγησαν τους γονείς να έρθουν και να ζητήσουν βοήθεια. Θεωρώντας την ανδρική δύναμη επικίνδυνη, η μητέρα έλεγχε την κάθε του κίνηση, με αποτέλεσμα εκείνος να αποποιείται τη δύναμή του και να δυσκολεύεται να συναναστραφεί με τα αγόρια της ηλικίας του. Παράλληλα η συναισθηματική απουσία του πατέρα, η οποία θα μπορούσε να έχει μετριάσει την αρνητική επίδραση που είχε η μητέρα στο γιο, υπήρξε καταλυτικός παράγοντας στο μαρτυρικό δρόμο του έφηβου προς την ενηλικίωση. Στα πλαίσια της οικογενειακής θεραπείας που ακολούθησε, η μητέρα συνειδητοποίησε και συνέδεσε τα δικά της προσωπικά βιώματα και τραύματα με την καταπιεστική συμπεριφορά της απέναντι στο γιο της, απελευθερώνοντάς τον. Ο γιος από την πλευρά του, κατάφερε να αποδεσμευτεί από τη μητέρα, δημιουργώντας έναν δικό του κύκλο ανθρώπων, ενώ ο πατέρας προσπάθησε να είναι πιο συμμετοχικός στη ζωή του γιου του.
Στην περίοδο που ακολουθεί μετά την ενηλικίωση, όταν ο νέος ετοιμάζεται να αποχωριστεί την πατρική εστία για να ζήσει μόνος του ή να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, τα προβλήματα που εμφανίζονται, όταν η σχέση με τη μητέρα δεν έχει εξελιχθεί σωστά, είναι πολλά. Σε αυτή τη φάση, ο νέος θα χρειαστεί να υπερπηδήσει τεράστια εμπόδια για να αφήσει τη μητέρα του και να προχωρήσει στη ζωή. Πιστεύοντας ότι οφείλει τη ζωή του σε εκείνη, όχι μόνο με την έννοια της γέννησής του αλλά και με τη μορφή των θυσιών και των στερήσεων που εκείνη υπέστη για να τον μεγαλώσει, θα φροντίζει να της το ξεπληρώνει με διάφορους τρόπους. Έτσι θα προσπαθεί διαρκώς να κάνει τη μητέρα του να νιώθει χαρούμενη και υπερήφανη γι΄ αυτόν, επιδιώκοντας την επαγγελματική καταξίωση, την επίτευξη υψηλών στόχων ή έναν πετυχημένο γάμο με μια άξια γυναίκα προσφέροντάς της εγγόνια και αναπληρώνοντας έτσι το κενό που αφήνει ο ίδιος.
Ο αποχωρισμός από τη μητέρα μπορεί να κάνει το γιο να νιώσει ότι την προδίδει γεμίζοντάς τον ενοχές στην περίπτωση που εκείνη νιώθει αδύναμη και εγκαταλελειμμένη. Μία από τις συνέπειες της σχέσης αυτής, είναι να τραβήξει η μητέρα το γιο της προς το μέρος της, κάνοντάς τον να ευθυγραμμίσει τη ζωή του, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του σε σχέση με αυτά που χρειάζεται η ίδια. Ο γιος συνεπώς ενδέχεται να λειτουργήσει ως υποκατάστατο συζύγου ή ως ένα γονεϊκό παιδί, το οποίο επιτελεί χρέη και καλύπτει τις δικές της ανεκπλήρωτες ανάγκες. Εάν όμως η μητέρα είναι δυνατή και συναισθηματικά ισορροπημένη θα του επιτρέψει να ανεξαρτητοποιηθεί και να προχωρήσει στη ζωή, ενθαρρύνοντάς τον ώστε να αισθανθεί ελεύθερος και ολοκληρωμένος. Τα θετικά συναισθήματα που διδάσκει η μητέρα όπως η αφοσίωση, η τρυφερότητα, η ασφάλεια και η σιγουριά, του δημιουργούν εμπιστοσύνη προς τον εαυτό του και τους άλλους, επιθυμώντας έτσι εκείνος να μεταφέρει και να επαναλάβει με τη σειρά του στη σύντροφό του, τη φροντίδα και το ενδιαφέρον που βίωσε μέσα στη σχέση του μαζί της.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι εάν ο αποχωρισμός από τη μητέρα δεν γίνει την κατάλληλη στιγμή, οι πιθανότητες να συμβεί αργότερα είναι ελάχιστες και μόνο η ψυχοθεραπευτική διαδικασία μπορεί να βοηθήσει. Η παρατεταμένη συμβίωση με τη μητέρα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην ψυχική και συναισθηματική ισορροπία του γιου, προκαλώντας ψυχικές διαταραχές με σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς όπως επιθετικότητα, υποτίμηση των γυναικών, σεξουαλική δυσλειτουργία και σύγχυση ταυτότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του Ιάσονα, ενός νέου άνδρα ο οποίος μου ζήτησε βοήθεια, σε μια περίοδο της ζωής του που ήταν πολύ δυσκολεμένος και μπερδεμένος στη σχέση με τη σύζυγό του. Κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, ο πατέρας του λόγω της δουλειάς του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το σπίτι, με αποτέλεσμα εκείνος να μεγαλώνει αποκλειστικά με τη μητέρα του. Φαίνεται να του είχαν προσδώσει ένα ρόλο συζύγου προς τη μητέρα, ο οποίος συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός γενικότερου θυμού και αρνητισμού προς τις γυναίκες. Στη διάρκεια της θεραπείας του, αναφέρει ότι τη γυναίκα τη θεωρεί δυνατή ενώ τα ευάλωτα σημεία της τα εκλαμβάνει ως χειρισμούς από την πλευρά της, συμπεριφορά που φαίνεται να έχει βιώσει στη σχέση με τη μητέρα του και η οποία τον δυσκόλεψε μετέπειτα στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Έχοντας την πεποίθηση ότι η σχέση είναι βάρος και αδυνατώντας να βιώσει ανακούφιση και υποστήριξη μέσα από αυτή, μεταφέρει το δυσλειτουργικό τρόπο «του σχετίζεσθαι» στη σχέση με τη γυναίκα του.
Το κλειδί σε όλη αυτή την αρκετά περίπλοκη κατάσταση είναι η τήρηση σωστών αποστάσεων στη σχέση μητέρας-γιου, στην οποία μπορεί να συμβάλει με την παρουσία του ο πατέρας. Έτσι, αντί να πέφτει όλη η ευθύνη και το βάρος στη συμπεριφορά της μητέρας, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε τη σπουδαιότητα της ενεργής συμμετοχής του πατέρα, σε όλες τις φάσεις της ζωής και της ανάπτυξης του γιου του. Από την πλευρά της η μητέρα, είναι απαραίτητο να έχει ικανοποιήσει τις δικές της ανάγκες και προσδοκίες από τη ζωή, έτσι ώστε να μην εξαρτάται η πληρότητά της από το γιο της. Αναφορικά με το γιο που στην ενηλικίωσή του, αντιμετωπίζει δυσκολίες στις σχέσεις του, ιδιαίτερα με το άλλο φύλο, σημαντική μπορεί να υπάρξει η συμβολή της Ψυχοθεραπείας, βοηθώντας τον να κατανοήσει τη σχέση με τη μητέρα του και να αλλάξει τον τρόπο που σχετίζεται με τις γυναίκες. Σύμφωνα με την Allen (1990): « Όταν καταλάβει τις πολλές πλευρές της μητέρας του και πάψει να τη βλέπει μόνο σε αυτό το ρόλο, θα μπορέσει να προβάλει αυτή τη νέα κατανόηση στις γυναίκες με τις οποίες συναλλάσσεται. Το παρόν δεν θα είναι πλέον η αρένα όπου διαδραματίζονται οι συγκρούσεις, οι φόβοι και οι πληγές του παρελθόντος. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, αν όχι σε όλες, η σχέση μητέρας – γιου μπορεί να βελτιωθεί σε προσωπικό επίπεδο. Η εξέλιξη αυτή είναι δυνατόν να συμβεί σε κάθε ηλικία».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Badinter, E. (1993). XY Η ανδρική ταυτότητα. Αθήνα: Κάτοπτρο.
- Meth, R. & Pasick, R. (1990). Άνδρες σε θεραπεία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
———————————————————————————————————————– Περιοδικό “Κοινωνική Επιθεώρηση” Τεύχος 5 – Απρίλιος 2014