Η Βουλή των Ελλήνων, πέραν από Ναός της Δημοκρατίας και σύμβολο της ελευθερίας, ιδίως για τη μεταπολιτευτική πραγματικότητα της χώρας, επιτελεί παράλληλα και έναν λιγότερο προφανή ρόλο, αποτελώντας έναν από τους μεγάλους καθρέφτες του συλλογικού, εθνικού μας ψυχισμού.

Ιδωμένο μέσα από αυτό το πρίσμα το σχόλιο: «Κάνε κανένα παιδί ή να υιοθετήσεις!», του διαγεγραμμένου, πλέον, από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ., βουλευτή Δράμας και απόστρατου αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ., Δημήτρη Κυριαζίδη, προς την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, το οποίο, μια μέρα πριν από την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, έσκισε σαν βέλος τον κοινοβουλευτικό αέρα, προκαλώντας δυσφορία και ένταση, μπορεί να εκλάβει άλλες, διαφωτιστικότερες διαστάσεις.

Αρχικά, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως οι ραγδαίες αλλαγές που συνέβησαν κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, με τα κοινωνικά κινήματα, τις πολιτειακές μεταβολές και τους επακόλουθους νόμους, αφ’ ενός μεν ολοκλήρωσαν νομοθετικά, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, τη γυναικεία χειραφέτηση, αφ’ ετέρου δε κλόνισαν, σχεδόν μονομιάς, την παγιωμένη πραγματικότητα αιώνων που ήθελε τον άνδρα απόλυτο κυρίαρχο της δημόσιας σφαίρας.

Αποτέλεσμα των μεταβολών αυτών ήταν η γυναίκα να εγκαταλείψει τα στεγανά του οίκου και με ενισχυμένη την αυτοπεποίθησή της να αρχίσει να καταλαμβάνει, ένα προς ένα, τα μέχρι πρότινος «ανδρικά», επαγγελματικά και κοινωνικά «οχυρά». Βρέθηκε, επομένως,  , να πρωτοστατεί στις τέχνες, στην ενημέρωση, στην επιχειρηματικότητα, να πρυτανεύει, να οδηγεί και να πιλοτάρει, ενώ ανέβηκε στα έδρανα της πολιτικής, υλοποιώντας έτσι πολλά καταπιεσμένα και ανεκπλήρωτα όνειρα αιώνων, χάρη στη σκληρή δουλειά και την αμέριστη αφοσίωσηστους στόχους της.

Η προέλασή της αυτή σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες κρίσεις, (οικονομική κρίση, πανδημία κ.α.), αλλά και τις τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, (όπως η τεχνητή γονιμοποίηση και η αντίστοιχη νοημοσύνη), αμφισβήτησαν εντονότερα μια σειρά από ευρύτερους και καταλυτικούς για την παραδοσιακή, ανδρική ταυτότητα ρόλους, όπως αυτοί του χορηγού ή του γεννήτορα, αλλά και άλλα γνωστά και πρόσφορα στον άνδρα όπλα, όπως η τετράγωνη, ψυχρή λογική του, φέρνοντάς τον, κατ’ επέκταση, συχνά στις μέρες μας, στο χείλος του υπαρξιακού αφανισμού.

Μέσα σε αυτή τη δομημένη και πρωτόγνωρη πραγματικότητα, η οποία δεν κατόρθωσε να γίνει αντικείμενο βαθύτερης συναισθηματικής επεξεργασίας, ο σαστισμένος και απροετοίμαστος, πολλές φορές, άνδρας προσπαθεί να υπεραμυνθεί των δικών του «Θερμοπυλών».

Βαθειά φοβισμένος και φορώντας ακόμα, σε πολλές περιπτώσεις, την πατριαρχική πανοπλία του χτίζει αναχώματα στη «θηλυκή απειλή», προσπαθώντας να την περιορίσει στον οικείο, διαχειρίσιμο μα και συγχρόνως ζωτικό και απαραίτητο, για τη συναισθηματική συγκρότησή του, ρόλο της Μητέρας.

Πόσο τυχαίο να είναι, άραγε, που την εν λόγω φράση εξαπέλυσε ένας άνδρας, ο οποίος για χρόνια εκπροσώπησε, τόσο τα σώματα ασφαλείας, όσο και τη δεξιά πολιτική, όταν αμφότεροι οι χώροι αυτοί εκφράζουν τη διατήρηση της παγιωμένης τάξης, ικανοποιούν το αίσθημα της ασφάλειας και σχετίζονται με το σύμβολο του Πατέρα;

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ειδικά σε μια εποχή σαν τη δική μας που η γονεϊκότητα τίθεται, όλο και πιο συχνά, εν αμφιβόλω, ότι η μητρότητα, αν και δεν είναι αυτοσκοπός, είναι μια ιδιαιτέρως βαθειά εμπειρία που μπορεί να αποτελέσει μέρος της προσωπικής ολοκλήρωσης της γυναίκας, αφού το να αποκτήσει παιδιά την ολοκληρώνει σε επίπεδο ατομικής ψυχής, καθώς την φέρνει σε επαφή, συν τοις άλλοις, με τις χαμένες, στη σύγχρονη εργασιακή αρένα, «θηλυκές αρετές» της ενσυναίσθησης, της τρυφερότητας και της φροντίδας. Αντίστοιχα, όμως, κομβική είναι και για τον άνδρα η πατρότητα, καθώς συναντώντας, μέσα από αυτήν, τις προαναφερθείσες αξίες και ενσωματώνοντάς τες στην υπόστασή του αναγεννάται σε μια νέα, ολιστικότερη διάσταση. Ο ανδρισμός του, συνεπώς, κατορθώνει να μην ορίζεται, πλέον, από τις δάφνες του πολεμιστή ἠ την επαγγελματική του επιτυχίακαι από πατριάρχης, ο άνδρας, μετουσιώνεται σε δωρητή αγάπης, αποδοχής, ελπίδας και επιθυμίας για ζωή!

Ένα καίριο ερώτημα που τίθεται, επίσης, είναι κατά πόσον η κοινωνία μας θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί μονολιθικά και στερεοτυπικά τους ρόλους, τόσο του πατέρα, όσο και της μητέρας, ώστε, με όχημα τον φόβο, να δημιουργεί χάσματα μεταξύ των φύλων, αλλά και να περιορίζει ή να ελέγχει οτιδήποτε εκείνη εκλαμβάνει ως απειλή.

Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να λησμονούμε πως η συνειδητή γονεϊκότητα, εκείνη που μπορεί να αφουγκράζεται αποτελεσματικά τις ανάγκες του παιδιού, έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση, εκτός από τον ενδοψυχικό συγκερασμό του αρσενικού και του θηλυκού μέρους της ψυχής, που ήδη υπαινιχθήκαμε, την επίγνωση της ατομικής και οικογενειακής πορείας του καθένα, καθώς και, σε ένα βαθύτερο επίπεδο συλλογικοτήτων, της διαχρονικής ιστορικής πορείας που τις καθορίζει.

Μια τέτοια συνθετική ανάληψη ευθύνης φέρνει στο φως τα ατομικά και συλλογικά τραύματα, παρεμποδίζοντας τη μεταβίβασή τους στις επόμενες γενιές, ενώ κατορθώνει να συνδέσει την κάθε μητέρα και τον κάθε πατέρα με τη ρίζα της ατομικής τους δύναμης, που είναι απαραίτητη για τον ρόλο τους ως φροντιστές, είτε μιλάμε για την οικογένεια, είτε για την πολιτεία και τους δικούς της ταγούς.

Είναι ένας ασφαλής και βέβαιος δρόμος που μπορεί να οδηγήσει στην ατομική, στην οικογενειακή, αλλά και στην κοινωνική ανασύνθεση που τόσο έχουμε ανάγκη.


Ελισάβετ Μπαρμπαλιού,
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια,
Οικογενειακή Θεραπεύτρια (ECP),
Μουσικοθεραπεύτρια (GIM),
Επιστημονική Υπεύθυνη του
Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας (ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.)


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα : TO BHMA