Της Ελισάβετ Μπαρμπαλιού.

Μέχρι και πριν περίπου τέσσερις δεκαετίες η κατάθλιψη σε παιδιά και έφηβους παρέμενε ένα άγνωστο και ανεξερεύνητο πεδίο, καθώς συνδεόταν με τις έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις της εφηβικής ηλικίας, ενώ ταυτόχρονα θεωρούνταν μια ψυχική διαταραχή που αφορούσε κυρίως τον ενήλικο πληθυσμό. Το 1971, σε ένα ψυχιατρικό συνέδριο στη Στοκχόλμη, παρουσιάστηκαν οι πρώτες επιδημιολογικές έρευνες αναφορικά με την κατάθλιψη στα παιδιά και στους έφηβους, οι οποίες σταδιακά, μαζί με άλλες επισταμένες μελέτες οδήγησαν στον προσδιορισμό της κλινικής εικόνας του όρου. Οι έρευνες που ακολούθησαν έδειξαν ανησυχητικά ποσοστά εμφάνισης της κατάθλιψης στην εφηβική ηλικία, τα οποία σημειώνουν διαρκώς αυξητική τάση.

Τι συμβαίνει όμως και οι έφηβοι χάνουν την επιθυμία τους για ζωή; Ποιες συνθήκες και ποιες εμπειρίες λειτουργούν σε βάρος της νεανικής τους ορμής, βυθίζοντάς τους σε μια απύθμενη άβυσσο και στερώντας τους την ευκαιρία να απολαύσουν την ζωτικότητα των πρώτων αυτών νεανικών τους χρόνων;

Τα καταθλιπτικά συμπτώματα στην εφηβεία.

Εξαιτίας των μεγάλων γνωστικών, ψυχοσυναισθηματικών και βιολογικών μεταβολών που σημειώνονται στην περίοδο της εφηβείας και οι οποίες έχουν άμεση επίδραση στο σώμα, στον ψυχισμό αλλά και στην αλλαγή της διάθεσης και της συμπεριφοράς των νέων, η διάγνωση και η αξιολόγηση της κατάθλιψης θεωρείται πολλές φορές πολύπλοκη διαδικασία. Καθώς πολλά από τα συμπτώματά της (ευερεθιστότητα, αρνητική διάθεση, κ.α.) εμπίπτουν σε κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εφηβείας παραμελείται η διάγνωση και ως εκ τούτου η θεραπευτική αντιμετώπισή της, με σοβαρές όμως συνέπειες για την ψυχική και σωματική υγεία των εφήβων.

Τα συμπτώματα που αντανακλούν τον ψυχικό πόνο και την δυσφορία των εφήβων στην καθημερινότητά τους μπορεί να πάρουν πολλές μορφές ενώ αν δεν διαγνωστούν και αντιμετωπιστούν έγκαιρα είναι πιθανό οι έφηβοι να συνεχίσουν να υποφέρουν και στην ενήλικη ζωή τους. Η σχολική φοβία, η μείωση της σχολικής επίδοσης, η νευρικότητα, ο περιορισμός των δραστηριοτήτων τους και η χαμηλή αυτοεκτίμηση θεωρούνται καταθλιπτικά ισοδύναμα[1] (Λαζαράτου & Αναγνωστόπουλος, 2001). Η κατάθλιψη μπορεί επίσης να εκδηλωθεί μέσα από επαναλαμβανόμενες σωματοποιήσεις, διατροφικές διαταραχές, χρήση ουσιών, εθισμό στα διαδικτυακά παιχνίδια, αϋπνία ενώ σε σοβαρά περιστατικά συνοδεύεται από απόπειρες αυτοκτονίες ή ακόμη και αυτοκτονίες. Σε όλες όμως  τις περιπτώσεις, αυτό που κυριαρχεί, είναι το συναισθηματικό κενό που βιώνει ο έφηβος, συνοδευόμενο από απάθεια και έλλειψη ευχαρίστησης για όλα. Μοιάζει η έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια για το άγνωστο και το καινούργιο που απλώνεται μπροστά του να έχει παγώσει, καθιστώντας τον αποστασιοποιημένο, άβουλο και αμέτοχο στα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή του. Ο νέος απαξιώνει τον εαυτό του, ενώ νιώθει μόνος, εγκαταλελειμμένος και αβοήθητος.

Η διάκριση της κλινικής κατάθλιψης από την κρίση της εφηβείας εντοπίζεται στον βαθμό δυσλειτουργίας του έφηβου, στην ένταση των καταθλιπτικών αντιδράσεων, στη συχνότητα, στη διάρκεια και στην επαναληπτικότητά τους. Κυρίαρχη διαφορά με τον ενήλικο πληθυσμό, σύμφωνα με το διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM IV), αποτελεί η μόνιμη ευερεθιστότητα του έφηβου αντί του καταθλιπτικού συναισθήματος που συναντάται συνήθως στους ενήλικες.

Αιτιολογία της εφηβικής κατάθλιψης.

Η κατάθλιψη στην εφηβεία αποτελεί μια πολύπλοκη διαταραχή καθώς εμπεριέχει την αλληλεπίδραση πολλών και διαφορετικών παραγόντων (γενετικών, βιολογικών, ψυχοκοινωνικών, οικογενειακών, περιβαλλοντικών, κ.ο.κ.). Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οι διάφορες αιτιολογίες της κατάθλιψης δεν είναι αντικρουόμενες, αντιθέτως, αλληλοσυμπληρώνονται. Οι νέοι που πάσχουν από κατάθλιψη αναπτύσσουν σταδιακά μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας (όπως την πεποίθηση ότι κάτι κακό θα συμβεί ή ότι δεν θα τα καταφέρουν), η οποία μοιάζει να προέρχεται από προηγούμενες αντιξοότητες της ζωής τους.

Κατά τη διάρκεια της εφηβείας συντελούνται σημαντικές συναισθηματικές απώλειες σε ενδοψυχικό και οικογενειακό επίπεδο με αποτέλεσμα η περίοδος αυτή να μοιάζει με μια περίοδο διεργασίας πένθους. Ο έφηβος κατακλύζεται από συναισθήματα θλίψης, θυμού, φόβου και ανασφάλειας για το μέλλον, καθώς βρίσκεται στο μεταίχμιο δύο σημαντικών σταθμών της ζωής του: αποχαιρετά την παιδική ηλικία ενώ περνάει σε μια νέα φάση, όπου πραγματώνεται η εξατομίκευσή του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, απομυθοποιεί τους γονείς του και αναζητά σημαντικές σχέσεις και ενασχολήσεις εκτός οικογένειας προκειμένου να διευρύνει και να εδραιώσει την ατομική του ταυτότητα. Πρόκειται για μια εξαιρετικά επώδυνη διεργασία που συνοδεύεται από την αίσθηση απώλειας εαυτού και βιώνεται ως κενό, ως ‘’αίσθημα αβοήθητου’’, προκαλώντας αόριστους φόβους (Κουρκούτας, 2008). Η δυσκολία στη λεκτικοποίηση των αντιφατικών συναισθημάτων και της σύγχυσης που βιώνει στη φάση αυτή έρχονται να ενισχύσουν τη δυσφορία που νιώθει. Σύμφωνα με τον Freud, η μεταστροφή του έφηβου από την οικογένεια προς τους συνομηλίκους αποτελεί ένα από τα πιο οδυνηρά ψυχικά επιτεύγματα της ηβικής περιόδου. Η πάλη μεταξύ της κατάκτησης της αυτονομίας και της ασφάλειας που παρέχουν οι γονείς είναι από τις χαρακτηριστικές και ιδιαίτερα επώδυνες εσωτερικές διαμάχες των εφήβων (Miccuci, 2009).

Στις περιπτώσεις εκείνες που ο έφηβος δυσκολεύεται να διαφοροποιηθεί από τους γονείς του είναι πιθανό να ερμηνεύσει ως αποτυχία την αδυναμία του να τους αποχωριστεί ή να ανταποκριθεί στις φιλοδοξίες τους ενώ την ίδια ώρα νιώθει εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση που τον κάνει δυστυχισμένο και πολλές φορές τον ακινητοποιεί σε παθητικότητα και απραξία. Συγκρινόμενος δε με τα προχωρήματα των ομότιμών του βάζει τον εαυτό του σε υποδεέστερη θέση, όπου μπορεί να αισθάνεται μειονεξία και ντροπή, καθώς εκείνοι αυτονομούνται σταδιακά ενώ εκείνος παραμένει ολοκληρωτικά εξαρτημένος από τους γονείς του.

Η κατάθλιψη στην εφηβεία συνδέεται επίσης με τις πρώιμες τραυματικές εμπειρίες ζωής του νέου, όπως η στέρηση των γονέων, η έλλειψη επαρκούς γονεϊκής φροντίδας, οι συγκρουσιακές ενδοοικογενειακές σχέσεις, κ.ο.κ. Τέτοιου είδους δυσλειτουργίες και εμπλοκές, προερχόμενες από το παρελθόν, δυσχεραίνουν την πορεία του προς την επίτευξη της επιθυμητής συναισθηματικής ωριμότητας, απαραίτητης συνθήκης προκειμένου να διαφοροποιηθεί από την πατρική του οικογένεια και να αυτονομηθεί. Επιπλέον στρεσσογόνα και σοβαρά ψυχοπιεστικά γεγονότα, όπως ο θάνατος ενός γονιού, ένα διαζύγιο, μια νόσος, ένα δυστύχημα, η σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, κ.ο.κ. είναι ικανά  να πυροδοτήσουν την εμφάνιση της κατάθλιψης.

Οι σοβαρές συναισθηματικές δυσκολίες που βιώνει ένας γονιός είναι πιθανό να εκθέσουν τον έφηβο στην ανάπτυξη κατάθλιψης στο μέλλον. Η έλλειψη υποστήριξης, η ανύπαρκτη, πολλές φορές, επικοινωνία ανάμεσά στα μέλη της οικογένειας, η δυσκολία στην έκφραση των συναισθημάτων τους και οι συγκρουσιακές σχέσεις, συμβάλλουν στην εμφάνιση αλλά και μεταβίβαση της κατάθλιψης στην επόμενη γενιά (Kaufman, 1991).

Επιδημιολογικές μελέτες κατέδειξαν επίσης τη γενετική προδιάθεση και την κληρονομικότητα, μεταξύ των παραγόντων εκείνων που ευνοούν την εμφάνιση της κατάθλιψης στους έφηβους, εφόσον συνδυαστούν και με άλλες μεταβλητές. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με την κληρονομικότητα, παρατηρείται ότι σε οικογένειες όπου ο ένας ή και δύο γονείς υποφέρουν από κατάθλιψη, η πιθανότητα να εμφανίσει και το παιδί καταθλιπτική διαταραχή είναι υψηλή.

Μέσα στις συνθήκες που ευνοούν την εμφάνιση της κατάθλιψης συγκαταλέγονται και οι ραγδαίες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών οι οποίες φέρνουν στο προσκήνιο νέα δεδομένα καθώς και μια πληθώρα αντιφατικών πληροφοριών δημιουργώντας μεγάλη σύγχυση σε ενδοπροσωπικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Οι ανατρεπτικές αλλαγές των ρόλων των δύο φύλων, οι νέες μορφές οικογένειας (π.χ. μονογονεϊκές, διαπολιτισμικές, δεύτερου/τρίτου γάμου), η επικράτηση των υλιστικών αξιών, ο καταναλωτισμός, ο ανταγωνισμός, η εργασιομανία κ.ο.κ. φέρνουν τους έφηβους και τις οικογένειές τους αντιμέτωπους με μια σκληρή πραγματικότητα, η οποία αποτελεί πηγή άγχους και ανασφάλειας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όπου οι γονείς είναι απορροφημένοι στην κάλυψη αναρίθμητων υποχρεώσεων, οι νέοι μεγαλώνουν στη μοναξιά, πορεύονται χωρίς φροντίδα και καθοδήγηση, έρμαια ενός αδυσώπητου κόσμου που δεν δίνει δεύτερες ευκαιρίες. Οι γονείς, προβληματισμένοι και ανήσυχοι για τα παιδιά τους, νιώθουν αποδυναμωμένοι, απροετοίμαστοι και ανεπαρκείς να διαχειριστούν τις κρίσεις που εμφανίζονται και να καλύψουν βαθιές συναισθηματικές τους ανάγκες.

Η περίπτωση του Αλέξανδρου.

Ο Αλέξανδρος, ένας έφηβος 16 χρόνων, με επισκέφτηκε με τους γονείς του, ύστερα από την εμφάνιση κάποιων σοβαρών συμπτωμάτων. Το αίτημα των γονιών επικεντρωνόταν στην άμεση εξεύρεση λύσης για την άρνηση του γιου τους να πάει στο σχολείο, καθώς και για το γεγονός ότι περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του απομονωμένος στο δωμάτιό του, χωρίς καμία κοινωνική επαφή. Οι γονείς σαστισμένοι και σε μεγάλη σύγχυση αδυνατούσαν να κατανοήσουν το «κλείσιμό» του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ο Αλέξανδρος είχε τα πάντα και ποτέ δεν του έλειψε τίποτα, σε αντίθεση με εκείνους που στερήθηκαν πολλά και μεγάλωσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η επικριτική και υποτιμητική τους διάθεση αποτυπωνόταν σε φράσεις του τύπου: «Είναι τόσο αχάριστος και αγνώμων… Δουλεύουμε όλη μέρα για να μην του λείψει τίποτα και ορίστε ο τρόπος που μας το ανταποδίδει». Οι γονείς, έχοντας εστιάσει αποκλειστικά στην κοινωνική καταξίωση του γιου τους, είχαν θέσει υψηλούς στόχους για εκείνον, όπως να επιτύχει στην Ιατρική, χωρίς ποτέ να τον ρωτήσουν τι επιθυμούσε ο ίδιος να κάνει στη ζωή του, ενώ στο σπίτι επικρατούσαν αυστηροί κανόνες και όρια, προκειμένου να φέρει σε πέρας τον συγκεκριμένο στόχο.

Το κυρίαρχο συναίσθημα των γονιών έμοιαζε να είναι περισσότερο ο θυμός και η ματαίωση παρά η κατανόηση και η ενσυναίσθηση για την κατάσταση του γιού τους. Διερευνώντας περισσότερο τις οικογενειακές σχέσεις ήρθαν στο προσκήνιο οι έντονες συγκρούσεις μεταξύ των γονιών του παράλληλα με τη συχνή τους απουσία από το σπίτι λόγω αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων. Και οι δύο γονείς μεγάλωσαν σε αυστηρά οικογενειακά πλαίσια όπου δεν υπήρχαν περιθώρια για λάθη. Οι δικοί τους γονείς μόχθησαν πολύ για να τους σπουδάσουν προκειμένου να αποκατασταθούν επαγγελματικά και οικονομικά, παραμελώντας όμως τη συναισθηματική τους φροντίδα και ωρίμανση.

Η έλλειψη στοργής και συναισθηματικής εγγύτητας που κληρονόμησαν από τις οικογένειες καταγωγής, αναβίωσαν και στη δική τους οικογένεια, δημιουργώντας  ένα ασφυκτικό συναισθηματικό κλίμα μέσα στο σπίτι, του οποίου άμεσος αποδέκτης υπήρξε ο Αλέξανδρος. Ο έφηβος δυσφορούσε λέγοντας ότι δυσκολευόταν να αναπνεύσει, σε μια απελπισμένη προσπάθειά του να εισακουστεί εξαιτίας της υπερβολικής πίεσης που δεχόταν, αλλά μάταια. Κατακλυζόταν από άγχος και νευρικότητα αλλά και από αρνητικές σκέψεις, όπως ότι δεν θα τα καταφέρει στη ζωή του. Γέμιζε ενοχές για τα προβλήματα που είχαν οι γονείς του στη μεταξύ τους σχέση αισθανόμενος από τη μια ότι κουβαλάει μερίδιο ευθύνης για όλο αυτό που συμβαίνει, αλλά και νιώθοντας ανήμπορος από την άλλη να το αλλάξει. Κλείστηκε στο δωμάτιό του «για να παγώσει τον χρόνο» και να προστατευτεί από το ενδεχόμενο της αποτυχίας, το οποίο θα αποτελούσε μεγάλο πλήγμα για τους γονείς του. Επέλεξε επίσης να αποσυρθεί στέλνοντας ένα σήμα κινδύνου στους γονείς του ώστε να τον ακούσουν, να τον φροντίσουν, να του δώσουν ίσως τον απαιτούμενο χώρο να αναπνεύσει και να του επιτρέψουν να ανακαλύψει τι επιθυμεί να κάνει στη ζωή του.

Μέσα από τις οικογενειακές συνεδρίες που ακολούθησαν προσδιορίστηκε το επιβαρυμένο συναισθηματικό κλίμα της οικογένειας, το οποίο συνδέθηκε με την καταθλιπτική διάθεση του Αλέξανδρου. Οι γονείς φάνηκαν να θορυβούνται στη συνειδητοποίηση της κατάστασης του γιου τους και έδειξαν πρόθυμοι να τον στηρίξουν. Κλήθηκαν να εστιάσουν στη βελτίωση της μεταξύ τους σχέσης για να τον απαλλάξουν από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε και δεν του αναλογούσε ενώ δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν στη θεραπευτική διαδικασία, προσπαθώντας να δοκιμάσουν νέους και πιο λειτουργικούς  τρόπους  επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης μεταξύ τους.

 

Εν κατακλείδι

Η έγκαιρη διάγνωση της εφηβικής κατάθλιψης είναι σημαντική προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εξέλιξή της. Η πρόληψη, συνεπώς, μοιάζει να αποτελεί την καλύτερη αντιμετώπιση. Η γνώση και η ενημερότητα γονέων και εκπαιδευτικών, καθώς και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας μπορούν να συμβάλλουν στην αναχαίτιση της νέας αυτής σύγχρονης δυσφορίας που πλήττει τους έφηβους. Παράλληλα, ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου οι έφηβοι εισακούονται, παίρνουν φροντίδα και νοιάξιμο, ενώ αισθάνονται ελεύθεροι να εκφράζουν ανοιχτά τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, χωρίς τον φόβο της επίκρισης, μοιάζει να αποτελεί σημαντικό παράγοντα ενίσχυσής τους, στη δύσκολη αυτή περίοδο της ζωής τους. Επιπλέον η θετική ανταπόκριση στις ανάγκες τους, καθώς και η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των πολύπλοκων σκέψεων και συναισθημάτων τους, μπορούν να συντελέσουν στην αποφυγή εμφάνισης των δυσφορικών και καταθλιπτικών συναισθημάτων τους.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 Kaufman, J. (1991). Depressive disorders in maltreated children. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry,30, 257–265.

Κουρκούτας, Η. (2008). Η Ψυχολογία του έφηβου. Θεωρητικά ζητήµατα και κλινικές περιπτώσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα.

Micucci, J. A. (2009): The adolescent in family therapy. NY: The Guilford Press.

Λαζαράτου, Ε., Αναγνωστόπουλος, Δ.Κ. (2001). Εφηβεία και κατάθλιψη. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 18, 466-474.

[1] Καταθλιπτικές αντιδράσεις

———————————————————————————————————————————————————–Περιοδικό ΄΄Κοινωνική Επιθεώρηση ΄΄ Τεύχος  23, Μάρτιος-Απρίλιος 2017