Της Ελισάβετ Μπαρμπαλιού.
Στη σύγχρονη εποχή, η εφηβεία απεικονίζεται ως ένα ιδιαίτερα δύσκολο και πολύπλοκο αναπτυξιακό στάδιο, στη ζωή του ανθρώπου, ενώ η κοινωνία και οι ειδικοί την προσεγγίζουν εστιάζοντας στα ‘’αρνητικά’’ της κυρίως χαρακτηριστικά, όπως στην τάση των νέων για την υπερβολή, στην αµφιθυµική τους διάθεση, στους πειραµατισµούς τους µε ουσίες, στον εθισµό στο διαδίκτυο, στις παραβατικές συµπεριφορές, στις διατροφικές διαταραχές κ.ο.κ. Είναι αλήθεια ότι, η εφηβεία περικλείει πληθώρα γνωρισµάτων καθώς αποτελεί ένα στάδιο προσωπικού αποπροσανατολισµού λόγω της αναµόρφωσης του ατόµου και µεγάλων συναισθηµατικών διακυµάνσεων, ενώ παράλληλα αποτελεί και µια περίοδο µεγάλων εξερευνήσεων τόσο του εσωτερικού ψυχικού κόσµου, όσο και υπαρξιακών ερωτηµάτων γύρω από τη ζωή. Αναζητώντας ο νέος την ταυτότητά του, µέσα στα διάφορα πλαίσια στα οποία ανήκει (π.χ. οικογενειακό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό), µε την κατάλληλη στήριξη µπορεί να οδηγηθεί σε µια καλύτερη γνωριµία και επαφή µε τον εαυτό του, απαραίτητη προϋπόθεση της συναισθηµατικής του αυτονόµησης στην πορεία του προς την ενηλικίωση.
Μελετώντας την εφηβική ηλικία διαπιστώνουµε ότι αυτή ορίζονταν ανάλογα µε την εκάστοτε εποχή και κοινωνία, µέσα από συγκεκριµένες συµπεριφορές και ρόλους, αποτυπώνοντας τις κοινωνικοοικονοµικές και πολιτιστικές συνθήκες του κάθε τόπου. Ειδικότερα, σε άλλους πολιτισµούς πέραν του δυτικού, η εφηβεία γινόταν αντιληπτή µε εντελώς διαφορετικό τρόπο: περνούσε µέσα από τελετουργίες µύησης, όπου οι νέοι εισάγονταν στους ρόλους και οριοθετούνταν στις ταυτότητες της κοινότητας στην οποία ανήκαν, µε απώτερο στόχο την ενσωµάτωσή τους σε αυτήν. Σε παλαιότερες, λόγου χάρη, κοινωνίες, η κοινότητα έχριζε τους νέους ως πολεµιστές, κυνηγούς, δασκάλους κ.ο.κ. αποδίδοντάς τους προσωπική και κοινωνική υπόσταση, εναρµονισµένη µε τις ανάγκες της. Ως εκ τούτου οι έφηβοι είχαν ξεκάθαρους στόχους και ρόλους ενώ ήταν δύσκολο να παρεκτραπούν ή να αποκλίνουν από τις κυρίαρχες νόρµες και πεποιθήσεις (Κουρκούτας, 2008).
Στον αντίποδα, στις δυτικές κοινωνίες, οι νέοι βρίσκονται σε µεγάλη σύγχυση καθώς χάνονται σε έναν κυκεώνα αναζήτησης ρόλων και ταυτοτήτων, ερχόµενοι αντιµέτωποι παράλληλα µε τις αντιξοότητες µιας πραγµατικότητας που διαρκώς αλλάζει. Θέµατα αυτονοµίας και αυτοπροσδιορισµού, όπως η κοινωνικοποίηση, οι προσωπικοί στόχοι, η επαγγελµατική αποκατάσταση, η σεξουαλικότητα, τα οποία εύλογα αναδύονται σε αυτήν την ηλικιακή φάση της ζωής τους και ζητούν επίµονα απαντήσεις, παραµένουν άλυτοι γρίφοι. Οι νέοι καλούνται να εναρµονιστούν µε τις κυρίαρχες οικονοµικές δοµές, εάν θέλουν να θεωρούνται πετυχηµένοι και κοινωνικά ενταγµένοι. Χρειάζεται να ενστερνιστούν τις αξίες ενός πολιτισµού που δίνει έµφαση στην απόκτηση πλούτου και αξιωµάτων, προκειµένου να αποκτήσουν τη νέα τους ταυτότητα για να αισθανθούν ικανοί και άξιοι. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίµα µεγάλου ανταγωνισµού και µοναχικότητας καταστέλλουν τις επιθυµίες, τα όνειρα και τις ανάγκες τους προς χάριν µιας αβέβαιης κοινωνικής και επαγγελµατικής ένταξης, ενώ σταδιακά χάνουν την ευκαιρία να εξερευνήσουν τον εαυτό και τις δυνατότητές τους.
Η αλληλεπίδραση του έφηβου µε την οικογένειά του
Παρατηρείται, στη µεταβατική αυτή φάση της ζωής του έφηβου, να κλονίζεται η σχέση του µε την οικογένειά του εξαιτίας της ανάγκης του να διαφοροποιηθεί συναισθηµατικά από τους γονείς του, δηµιουργώντας παράλληλα νέες σηµαντικές σχέσεις. Μέσα στα πλαίσια αυτών των αλλαγών, σε ενδοψυχικό επίπεδο, συντελούνται ο αποχαιρετισµός της παιδικής ηλικίας και η αποµυθοποίηση των γονιών, διεργασίες που τον φέρνουν αντιµέτωπο µε συναισθήµατα άγχους, αγωνίας και ανασφάλειας καθώς χρειάζεται να περάσει από τις δοκιµασµένες, ασφαλείς και οικείες οικογενειακές σχέσεις σε άλλες καινούργιες και άγνωστες.
Εµβαθύνοντας στη σχέση γονέα – έφηβου διαπιστώνουµε ότι η διαδικασία της εξατοµίκευσης του νέου, η µετάβαση δηλαδή προς τη συναισθηµατική αυτονοµία του, θα βασιστεί σε πρότερα αναπτυξιακά στάδια. Πιο συγκεκριµένα, οι πρώιµες εµπειρίες ζωής του ανθρώπου καθώς και ο συναισθηµατικός δεσµός που αναπτύσσεται ανάµεσα στον γονιό και στο παιδί, στα πρώτα κυρίως στάδια της ζωής του, αποτελούν τους άξονες πάνω στους οποίους δοµείται ο εαυτός, ενώ αναπτύσσονται σηµαντικά πλευρές της προσωπικότητάς του. Ο έφηβος, έχοντας εσωτερικεύσει τις συναισθηµατικές αλληλεπιδράσεις µε τους γονείς του, καθώς και τον τρόπο της επικοινωνίας και της συνδιαλλαγής µαζί τους, είναι πιθανό να αναπαράγει το ίδιο µοντέλο συµπεριφοράς στις σχέσεις του µε τους σηµαντικούς άλλους. Ειδικότερα, όταν τα πρότυπα σχέσεων είναι λειτουργικά βοηθούν τον νέο να ανταπεξέρχεται µε ευελιξία και ψυχική ανθεκτικότητα στις προκλήσεις και τα αδιέξοδα της ζωής του. Στην αντίθετη περίπτωση, αισθάνεται εγκλωβισµένος καθώς δεν έχει την απαραίτητη υποδοµή, µε αποτέλεσµα να κατακλύζεται από δυσφορικά συναισθήµατα, τα οποία επιδιώκει να εκτονώνει µε αρνητικές ή και αυτοκαταστροφικές, πολλές φορές, συµπεριφορές.
«Οι νέοι είναι γεµάτοι ελπίδες… Ζούνε κυρίως µε την ελπίδα, επειδή η ελπίδα αφορά το µέλλον, ενώ η ανάµνηση το παρελθόν. Και για τους νέους το µέλλον είναι µεγάλο, ενώ το παρελθόν µικρό».
Αριστοτέλης
Η µετάβαση του έφηβου προς την αυτονόµησή του αποτελεί µια δύσβατη οδό, καθώς σκοντάφτει, ανάµεσα σε άλλα, και πάνω στην αίσθηση του χρέους, που ενδόµυχα κουβαλούν οι νέοι προς τους γονείς. Η αίσθηση αυτή µοιάζει να λειτουργεί ως ένας άρρηκτος δεσµός, που τους δένει µαζί ‘’αιώνια‘’, µε αποτέλεσµα να εµποδίζεται η κατασκευή της ατοµικής τους ταυτότητας, η οποία θα τους προσδώσει την εσωτερική συγκρότηση, που χρειάζονται για να εξελιχθούν. Ιδιαίτερα στην ελληνική κοινωνία, η έννοια του χρέους µοιάζει να διέπει, σε µεγάλο βαθµό, τη σχέση γονέα-παιδιού καθώς φαίνεται να έχει τις ρίζες της βαθιά στην ιστορική και πολιτισµική µας κληρονοµιά. Πιο συγκεκριµένα, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στον τόπο µας (πόλεµοι, µεταναστεύσεις, ένδεια κ.α.), τα παιδιά µεγάλωναν µε την αίσθηση του χρέους προς τους γονείς, οι οποίοι θυσίασαν τον εαυτό τους για να προκόψουν εκείνα (Μπαρµπαλιού, 2014).
Οι οικογενειακοί θεραπευτές Boszormenyi – Nagy και Spark έκαναν λόγο για την ‘’αόρατη αφοσίωση‘’, που κουβαλούν τα παιδιά προς τους γονείς τους, υποδηλώνοντας του άτεγκτους κανόνες που ισχύουν ανάµεσα στα δύο µέρη. Θεωρούσαν ότι οι άνθρωποι δύσκολα µπορούν να µετακινηθούν από τις διαγενεαλογικές τους ρίζες, καθώς κουβαλούν µια αόρατη αφοσίωση, η οποία διαπερνάει τις γενιές, ακόµη κι αν κάποιος δηµιουργεί από την αρχή τη δική του οικογένεια (Boszormenyi-Nagy & Krasner, 1986).
Τη δυσκολία αυτή των εφήβων, να απαλλαγούν από την αίσθηση του χρέους αλλά και να διαφοροποιηθούν συναισθηµατικά από την οικογένεια καταγωγής, συναντάω συχνά στην κλινική µου πρακτική. Παρατηρώ, µε µεγάλη ενσυναίσθηση και κατανόηση, τους νέους να ακροβατούν ανάµεσα στην υποχρέωση που νιώθουν προς τους γονείς τους και στην επιθυµία τους για αυτονοµία µέσα από την απόκτηση νέων ρόλων σε διαπροσωπικό, κοινωνικό και επαγγελµατικό επίπεδο. Το πέρασµα αυτό, τις περισσότερες φορές, βιώνεται µε οδυνηρό τρόπο από τους έφηβους και νεαρούς ενήλικες, καθώς οι κοινωνικές και οικονοµικές επιταγές του δυτικού πολιτισµού τους καλούν να ενταχθούν άµεσα στις δοµές του, απαιτώντας από εκείνους να αποκοπούν βίαια από τις οικογενειακές τους ρίζες, γεγονός που είναι επίσης εξαιρετικά δύσκολο να συµβεί εάν δεν έχει προηγηθεί η απαραίτητη διαδικασία ωρίµανσής τους.
Η έννοια του χρέους µέσα από την περίπτωση µιας έφηβης.
Η Αθηνά, µια έφηβη δεκαεπτά χρόνων, χρειάστηκε ψυχολογική υποστήριξη εξαιτίας των κρίσεων πανικού που βίωνε. Επρόκειτο για µια έξυπνη και ταλαντούχα νέα, µε άριστες επιδόσεις στο σχολείο, η οποία όµως έµοιαζε να βιώνει µεγάλο φόβο και ανασφάλεια για τη ζωή και το µέλλον της, ενώ µιλούσε διαρκώς για ένα µεγάλο κενό που ένιωθε να την κατακλύζει. Στις συνεδρίες µας άρχισαν σταδιακά να αναδύονται κάποιες δυσκολίες στη σχέση µε τους γονείς της, κυρίως µε τη µητέρα, τις οποίες όµως αρνούνταν να επεξεργαστεί. Η αντίσταση αυτή κάµφθηκε όταν η µητέρα της άρχισε να εµβαθύνει στα δικά της θέµατα ενώ η ίδια εντάχθηκε στη θεραπευτική οµάδα εφήβων, βιώνοντας την εµπειρία του ανοιχτού διαλόγου ανάµεσα σε συνοµηλίκους της. Παρατηρώντας τα µέλη της οµάδας να εκφράζουν, χωρίς φόβο και ενοχή, τις σκέψεις και τα συναισθήµατά τους για τις δυσκολίες που αντιµετώπιζαν στη σχέση µε τους γονείς τους, µε το άλλο φύλο, µε τους φίλους, τους καθηγητές τους κ.ο.κ. κινητοποιήθηκε και άρχισε να προβληµατίζεται για τα αδιέξοδα µε τα οποία βρισκόταν αντιµέτωπη.
Η σιωπή και ο δισταγµός της, σιγά-σιγά, παραµερίστηκαν δίνοντας τη θέση τους σε ερωτήµατα του τύπου: «Έχω δικαίωµα να αµφισβητήσω τη µητέρα µου, όταν εκείνη µου προσέφερε τα πάντα;», «Μπορώ να την ‘’εγκαταλείψω‘’, όταν γνωρίζω ότι στερήθηκε τόσα για να µη µου λείψει τίποτα;», «τον δε πατέρα µου πώς να τον επιβαρύνω, όταν γνωρίζω ότι δουλεύει όλη µέρα και τον βλέπω συχνά θλιµµένο και σιωπηλό;», ερωτήµατα τα οποία υποδήλωναν τη σθεναρή της αντίσταση σε µια επερχόµενη αλλαγή στη σχέση της µαζί τους αλλά και στην επεξεργασία µιας κατάστασης που τη γέµιζε µε συναισθήµατα θυµού, πόνου και θλίψης.
Διερευνώντας τη σχέση της Αθηνάς µε τη µητέρα της φάνηκαν να κυριαρχούν κάποια εξαρτητικά στοιχεία, τα οποία την κρατούσαν δέσµια, ενώ σε µεγάλο βαθµό όριζαν τη δυσλειτουργία στη σχέση αυτή. Η µητέρα της υπέφερε από κατάθλιψη και η Αθηνά είχε αναλάβει να τη στηρίζει συναισθηµατικά, λειτουργώντας ως ένα γονεϊκό παιδί, απόλυτα αφοσιωµένο στο να καλύπτει τις προσδοκίες της για τη ζωή, µε κόστος όµως να θυσιάζει τα δικά της ανέµελα χρόνια, υποτιµώντας τον εαυτό και την αξιοπρέπειά της.
Η αποδέσµευση της Αθηνάς, από τη συναισθηµατική προσκόλληση προς τη µητέρα της, φαινόταν αδύνατο να συµβεί καθώς βασιζόταν στην αίσθηση του χρέους που κουβαλούσε βαθιά µέσα της, ενώ οι κρίσεις πανικού έµοιαζαν να εµφανίζονται κάθε φορά που σκεφτόταν να την ‘’εγκαταλείψει’’ και να προχωρήσει στη ζωή της. Για να το αντέχει όλο αυτό, η Αθηνά, εκτόνωνε τη δυσφορία της σε ακραίες συµπεριφορές (π.χ. δηµιουργία σχέσεων µε εξαρτηµένα άτοµα, προκλητικός τρόπος ντυσίµατος, συχνή νυχτερινή διασκέδαση), έχοντας διαρκώς τον εαυτό της εκτεθειµένο σε κινδύνους.
Στη θεραπευτική οµάδα εφήβων, η Αθηνά, ένιωσε ασφάλεια και εµπιστοσύνη, συνθήκες που τις επέτρεψαν να ξεδιπλώσει τους βαθύτερους φόβους της. Κατανόησε τον δύσκολο ρόλο που είχε αναλάβει καθώς και το βάρος που κουβαλούσε όλα τα χρόνια. Συνειδητοποιώντας ότι η συναισθηµατική της διαφοροποίηση από τη µητέρα της δεν σήµαινε κατ’ ανάγκη προδοσία στο πρόσωπό της, κατάφερε να της µιλήσει αποφασιστικά ορίζοντας τα θέλω της και θέτοντας τα όριά της. Η µητέρα, έχοντας συνειδητοποιήσει και εκείνη τα δυσλειτουργικά κοµµάτια της ζωής της, φάνηκε να αφυπνίστηκε µπροστά στα λόγια της κόρης της, τα οποία απαιτούσαν σεβασµό στο προχώρηµά της προς την ωρίµανση και την ενηλικίωσή της. Η Αθηνά πέρασε επιτυχώς στο πανεπιστήµιο, ενώ συνεχίζει την θεραπευτική της πορεία καθώς βρίσκει απαντήσεις στα αναπάντητα, µέχρι πρότινος, ερωτήµατα της ζωής της δηµιουργώντας τις απαραίτητες συνθήκες για να αντιµετωπίζει τις προκλήσεις της ζωής.
Η αµοιβαία εµπιστοσύνη, η ανοιχτότητα στην επικοινωνία και η υποστήριξη αποτελούν το υπόβαθρο των οικογενειακών σχέσεων πάνω στις οποίες µπορεί να βασιστεί ο έφηβος για να ξεκινήσει το ταξίδι εξερεύνησης προς τη ζωή, κάνοντας σχέδια για το µέλλον του εµπιστευόµενος τις δυνάµεις του.
Η θεραπευτική οµάδα εφήβων
Η θεραπευτική οµάδα εφήβων δίνει την ευκαιρία στους νέους να περάσουν από τη µικρή µονάδα της οικογένειάς τους σ΄ ένα ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ο Leader (1991) επισηµαίνει ότι, στην οµαδική θεραπεία εφήβων, οι νέοι µπορούν να επεξεργαστούν τα διαπροσωπικά τους προβλήµατα και να εξετάσουν ενδελεχώς τα υπαρξιακής φύσης ερωτήµατα, που τους ανησυχούν, για την ταυτότητά τους και την αυτοεικόνα τους όπως, ‘’ποιος είµαι‘’, ‘’σε τι πιστεύω‘’, ‘’πού θέλω να φτάσω στη ζωή µου’’.
Μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιο του Κέντρου Συστηµικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας, οι έφηβοι µπορούν να νιώσουν αποδεκτοί ενώ ενθαρρύνονται να εκφράσουν φόβους και σκέψεις, που δύσκολα θα εξέφραζαν στους γονείς τους, εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου αντίληψης, του φόβου της απόρριψης αλλά και της αίσθησης του χρέους που νιώθουν απέναντί τους. Μέσα σε ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον, οι νέοι µαθαίνουν να συνεργάζονται αλλά και να διαχειρίζονται τα δύσκολα και πολύπλοκα συναισθήµατά τους όπως, τον θυµό, τη θλίψη, τις αγωνίες τους, την επιθετικότητά τους. Καθώς καθρεφτίζονται στους συνοµηλίκους τους, κατανοούν τον εαυτό τους, δοκιµάζονται, αλληλοσυµπληρώνονται, βγαίνουν από τη µοναξιά τους. Αποκτούν ικανότητες και δεξιότητες, καθώς και την ψυχική ανθεκτικότητα να εφευρίσκουν δηµιουργικούς τρόπους διαχείρισης των δυσκολιών τους, βασικά στοιχεία της ψυχικής ωρίµανσης, που συντελούνται κατά την περίοδο της εφηβείας τους, χωρίς να κατακλύζονται από άγχος και χωρίς να καταφεύγουν σε αυτοκαταστροφικούς τρόπους συµπεριφοράς.
Επίλογος
Η µετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση αποτελεί αδιαµφισβήτητα µια πολύπλοκη και πολυεπίπεδη διαδικασία, καθώς ανάµεσα σε άλλα, µπορεί να δώσει την ευκαιρία σε ολόκληρο το οικογενειακό σύστηµα να επαναπροσδιορίσει τις µεταξύ του σχέσεις, θέτοντας νέους στόχους και τρόπους συνύπαρξης. Ενδυναµώνοντας και αξιοποιώντας τα θετικά χαρακτηριστικά της ηλικιακής αυτής οµάδας, όπως η δυναµικότητα, η καθαρότητα της σκέψης τους, η δίψα για γνώση και διερεύνηση, το όραµα και η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσµο και απαλλάσσοντάς τους από υποχρεώσεις, που δεν τους αναλογούν, δηµιουργούµε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για το προχώρηµά τους.
Η αµοιβαία εµπιστοσύνη, η ανοιχτότητα στην επικοινωνία και η υποστήριξη αποτελούν το υπόβαθρο των οικογενειακών σχέσεων πάνω στις οποίες µπορεί να βασιστεί ο έφηβος για να ξεκινήσει το ταξίδι εξερεύνησης προς τη ζωή, κάνοντας σχέδια για το µέλλον του εµπιστευόµενος τις δυνάµεις του.
Αντιλαµβανόµενοι τη δυσκολία που εµπεριέχει ο γονεϊκός ρόλος στην οριοθέτηση αλλά και στην εξισορρόπηση πολλών ετερόκλητων αναγκών, ας θυµόµαστε ότι η συµβολή των ειδικών, των οικογενειακών θεραπευτών και των εκπαιδευτικών µπορεί να διευκολύνει το δύσκολο αυτό έργο. Ο γονεϊκός ρόλος διαµορφώνεται µέσα από την καθηµερινή αλληλεπίδραση µε το παιδί, µέσα από έναν συνεχή διάλογο µαζί του, κατανοώντας τις ανάγκες, τις επιθυµίες του και τα όνειρά του, σεβόµενοι την ίδια ώρα όµως τις ανάγκες και τις δυσκολίες τις δικές µας, ως γονείς.
Βιβλιογραφικές αναφορές
• Boszormenyi-Nagy, I., & Krasner, B. (Eds.). (1986). Between give and take: A clinical guide to contextual therapy. New York: Brunner/Mazel.
• Κουρκούτας, Η. (2008). Η Ψυχολογία του έφηβου. Θεωρητικά ζητήµατα και κλινικές περιπτώσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα.
• Leader, E. (1991). Why adolescent group therapy? Journal of Child and Adolescent Group Therapy, 1, 81-93.
• Μπαρµπαλιού,Ε. (2014). Σχέση µητέρας – γιού: Μια σχέση καθοριστική για τη ζωή του άνδρα.
—————————————————————————————————————————————————-Περιοδικό ΄΄Κοινωνική Επιθεώρηση ΄΄ Τεύχος 21 – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017