συντριβή ή ευκαιρία;
Ελισάβετ Μπαρμπαλιού
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια – Οικογενειακή Θεραπεύτρια
Με αφορμή το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου που διεξήχθη πρόσφατα στη Βραζιλία, θα διερευνήσουμε τον αθέατο και πολλές φορές σκληρό κόσμο του ποδοσφαίρου παράλληλα με τη σημασία που αποκτάει η ύπαρξή του στις σύγχρονες κοινωνίες. Αδιαμφισβήτητα, το ποδόσφαιρο θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή αθλήματα παγκοσμίως, με εκατομμύρια οπαδούς να είναι ένθερμοι υποστηρικτές του. Παρολαυτά η φύση του αθλήματος είναι τέτοια, που πυροδοτεί την εμφάνιση συγκεκριμένων τύπων συμπεριφοράς, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό τη διάθεση και το συναίσθημα των οπαδών του, ενώ το αποτέλεσμα κάποιων σημαντικών αγώνων ανεβοκατεβάζει τις τιμές στα διεθνή χρηματιστήρια. Μοιάζει το ποδόσφαιρο να κουβαλάει μια μεγάλη αντίθεση, αποτελώντας συγχρόνως ένα παράδοξο: ενώ σηματοδοτεί τη δυσλειτουργία του κοινωνικού ιστού σε πολλά επίπεδα, αποτελεί ένα θεσμό ο οποίος είναι κοινωνικά αποδεκτός και ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλες τις ηλικίες του ανδρικού κυρίως πληθυσμού αλλά και του γυναικείου πλέον, σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου.
Σε πρόσφατο αγώνα του παγκόσμιου κυπέλλου και συγκεκριμένα ανάμεσα στη Βραζιλία και τη Γερμανία, στην αρχή του αγώνα και μετά τα πρώτα γκολ, την προσοχή μου τράβηξε η φιγούρα μιας οπαδού της Βραζιλίας να κλαίει γοερά, συντετριμμένη από την ήττα της ομάδας της. Η συγκεκριμένη αντίδραση επέτεινε το ενδιαφέρον μου και τότε άρχισα να παρακολουθώ τον αγώνα, παρατηρώντας ότι με τα απανωτά γκολ κλιμακώνονταν σταδιακά μια συλλογική έκφραση συναισθημάτων οδύνης και απόγνωσης των Βραζιλιάνων φιλάθλων. «Αυτό που συμβαίνει φαίνεται να σημαίνει κάτι περισσότερο από μια ποδοσφαιρική ήττα για το βραζιλιάνικο λαό» αναλογίστηκα, προβληματισμένη για τις ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις που μπορεί να πάρει σε ενδοψυχικό, κοινωνικό, οικονομικό και εθνικό επίπεδο ένα αθλητικό γεγονός όπως ένας ποδοσφαιρικός αγώνας.
Το ποδόσφαιρο, ένα ανδρικό καταφύγιο
Το ποδόσφαιρο ανέκαθεν αποτελούσε ένα από τα καταφύγια των ανδρών αφού εκτός από το θέαμα που προσφέρει τους δίνει την ευκαιρία να εκτονώσουν την επιθετικότητά τους, να νιώσουν διέγερση και έντονη συγκίνηση παρακολουθώντας με προσήλωση την ομάδα τους, η οποία μάχεται με πάθος και ανταγωνιστικότητα για να επικρατήσει των αντιπάλων της. Είναι αλήθεια, ότι στη διάρκεια των ποδοσφαιρικών αγώνων επικρατεί μεγάλη ένταση και νευρικότητα, καθώς οι οπαδοί κατακλύζονται από πολύ δυνατά συναισθήματα τα οποία μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα και χωρίς κριτική. Σε έρευνα που υλοποιώ για τη διαχρονική ταυτότητα του Έλληνα άνδρα, ανάμεσα σε άλλα θέματα εξετάζω και τους τρόπους που οι άνδρες εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Η δυσκολία που έχουν στη διαχείριση των συναισθημάτων τους, ιδιαίτερα των αρνητικών, τους αναγκάζει να τα εσωτερικεύουν, αγνοώντας τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει στην ψυχική και σωματική τους υγεία. Παρατηρούμε λοιπόν ότι το βάρος που σηκώνουν είναι τόσο μεγάλο, που ψάχνουν αγωνιωδώς να απαλλαγούν από αυτό, αναζητώντας την κατάλληλη ευκαιρία. Μοιάζει λοιπόν το ποδόσφαιρο με ιεροτελεστία κατά την οποία τα ήδη συσσωρευμένα αρνητικά και κυρίως ακατέργαστα συναισθήματα που κουβαλάει κάποιος, προερχόμενα από άλυτα προσωπικά, οικογενειακά, οικονομικά ή κοινωνικά ζητήματα, να περιμένουν την προκαθορισμένη στιγμή ώστε να κατευνάσουν, αναζητώντας εύκολη διέξοδο, με τρόπο κοινωνικά αποδεκτό. O Norbert Elias, ένας από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς στοχαστές του 20ου αιώνα, ασκώντας κοινωνική κριτική στο θεσμό του ποδοσφαίρου έκανε λόγο για «θέαμα ελεγχόμενης βίας» που λαμβάνει χώρα μέσα στα πλαίσια της πολιτισμένης μας κοινωνίας ενώ ο Γ.Χλιαουτάκης καθηγητής Κοινωνιολογίας, εξηγώντας το ρόλο του ποδοσφαίρου στη σύγχρονη κοινωνία και αναφερόμενος στον Jeu (1972), επισημαίνει: «Εκτός από την αισθητική του το ποδόσφαιρο είναι στο μεγαλύτερο βαθμό τραγικό στο ποσοστό που αναφέρεται σε τρεις αρχές: τη βία, την αβεβαιότητα και το θάνατο. Μ΄ άλλα λόγια εκπροσωπεί το σύμβολο της ίδιας της ζωής. Στο ποδόσφαιρο παλεύει με φυσικό τρόπο ο άνθρωπος τον άνθρωπο, δεν είναι ποτέ κανείς σίγουρος εκ των προτέρων για το αποτέλεσμα, στο ποδόσφαιρο τέλος παίζουμε με το θάνατο, πεθαίνουμε συμβολικά, πολλές φορές μάλιστα προτιμάμε τη φυσική κατάρρευση παρά τη συμβολική εξαφάνιση».
Το ποδόσφαιρο ως στρατευμένος αθλητικός θεσμός
Όντας αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το ποδόσφαιρο προσφέρει ενδιαφέρον θέαμα, αποτέλεσε άκρως εκμεταλλεύσιμο εργαλείο από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και από κυβερνήσεις κρατών για να επισκιάσει τα σημαντικά προβλήματα της εκάστοτε κοινωνίας όπως η φτώχεια και οι κοινωνικές ανισότητες, η αφαίρεση ανθρώπινων ελευθεριών, οι περιβαλλοντικές καταστροφές κ.ο.κ. Χρησιμοποιήθηκε για τη δύναμη που έχει να απευθύνεται στο ένστικτο καθώς διέπεται από βία, επιθετικότητα και ανταγωνισμό επιδρώντας κατ΄ επέκταση πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά χειραγωγώντας, αποπροσανατολίζοντας και εκτονώνοντας τον εκάστοτε πληθυσμό.
Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας καθρεφτίζει πλευρές της κοινωνίας που ζούμε. Παρότι ορίζεται από συγκεκριμένους κανόνες και νόμους οι οποίοι επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την ομαλή του λειτουργία, πολλές φορές οι αποκλίσεις και οι παρεκτροπές που συμβαίνουν είναι αναπόφευκτες εξαιτίας της επιθετικής του φύσης. Συνεπώς, παρόλο που το ποδόσφαιρο διεξάγεται σε ελεγχόμενο περιβάλλον και για συγκεκριμένη ώρα, στο οποίο για να παρευρεθεί κάποιος έχει πληρώσει το αντίτιμο που απαιτείται, επειδή ανάγει στο ανθρώπινο ένστικτο, οδηγεί στο να αναπαράγει έντονες και ανεξέλεγκτες ανθρώπινες συμπεριφορές, με τρόπο μαζικό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανάδυσης των πιο σκοτεινών πλευρών της ανθρώπινης φύσης αποτέλεσε ο αγώνας μεταξύ Βραζιλίας και Γερμανίας. Ξεκίνησε με τους παίχτες των δύο ομάδων να δίνουν φιλικά τα χέρια αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα δραματικά αμείλικτο αγώνα με τη Γερμανία να πετυχαίνει ασταμάτητα γκολ, φτάνοντας τελικά τα εφτά, αγνοώντας την αξιοπρέπεια των παιχτών της άλλης ομάδας. Η ψυχρότητα και η σκληρότητα με την οποία έπαιξε η εθνική Γερμανίας, δε θύμιζε σε τίποτα το ιδεώδες του αθλητικού πνεύματος το οποίο πρεσβεύει την άμιλλα, την κοινωνική ειρήνη και τον πολιτισμό. Ο τύπος και τα ΜΜΕ με τον ίδιο αμείλικτο τρόπο συνέχισαν την επόμενη ημέρα την ταπείνωση και τον εξευτελισμό της εθνικής Βραζιλίας, με σχόλια και τίτλους υποτιμητικούς όπως «διασυρμός, συντριβή, ταπείνωση, ατίμωση», δημιουργώντας ένα βαρύ συναισθηματικό κλίμα στο λαό της, επιβεβαιώνοντας την υπόθεση που κάνει λόγο για τον εκπολιτισμό της βίας του ποδοσφαίρου.
Η αθέατη πλευρά του ποδοσφαίρου αδιαμφισβήτητα βρίθει από ανθρώπινα πάθη, φυλετικές και κοινωνικές ανισότητες, νοσηρές συμπεριφορές και νοοτροπίες, αποτελώντας μια ανοιχτή πληγή που δε λέει να κλείσει παρά τις προόδους που έχει επιτελέσει η ανθρωπότητα. Συντηρείται και διαιωνίζεται όπως είναι φυσικό γιατί εξυπηρετεί την εκτόνωση έντονων συναισθημάτων τα οποία δεν μπορούν να βρουν αλλού διέξοδο ενώ παράλληλα μεταφράζονται σε τεράστια κέρδη για τις πολυεθνικές που είναι μέτοχοι στο παγκόσμιο αυτό παιχνίδι.
Ένα έθνος σε θλίψη
Αξίζει να προβληματιστούμε για τον αντίκτυπο που είχε η ήττα στον πληθυσμό της Βραζιλίας καθώς δεν αποτέλεσε απλά ένα χαμένο παιχνίδι στην ιστορία του ποδοσφαίρου της, αλλά αντίθετα πυροδότησε σε συλλογικό επίπεδο συναισθήματα βαθιάς λύπης και οδύνης που εκφράστηκαν δημόσια. Η έκταση του φαινομένου γίνεται κατανοητή αν λάβουμε υπόψη μας την πραγματικότητα ότι στη Βραζιλία το ποδόσφαιρο λατρεύεται σχεδόν όσο ο Θεός ενώ στις συνειδήσεις των ανθρώπων είναι συνυφασμένο με ένα έντονο συναίσθημα εθνικής περηφάνιας, νοηματοδοτώντας παράλληλα σε μεγάλο βαθμό την ίδια τους την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι προσδοκίες του λαού της για την κατάκτηση του τίτλου στάθηκαν μεγάλες, προβάλλοντας στην πιθανότητα της νίκης την ανάγκη για μια πλαστή και εικονική κατάσταση χαράς και ικανοποίησης, που θα τους αποσπούσε την προσοχή από τη δυστυχία και τη φτώχεια τους.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ως διοργανώτρια χώρα του φετινού μουντιάλ, η Βραζιλία δαπάνησε συνολικά 11 δις δολάρια. Το ποσό αυτό θεωρείται προκλητικό όταν σπαταλάται για ένα φεστιβάλ που θα διαρκέσει ένα μήνα περίπου, ενώ εκατομμύρια των πολιτών της ζουν με τις οικογένειές τους κάτω από τα όρια της φτώχειας στις φαβέλες, οι οποίες καταδυναστεύονται από τα ναρκωτικά και την πορνεία. Η κυβέρνηση της Βραζιλίας επιστράτευσε εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες και αστυνομικούς για να διαφυλάξουν την τάξη, ώστε να κυλήσει ομαλά η διοργάνωση, αγνοώντας επιδεικτικά τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της για σχολεία, νοσοκομεία και μέσα μαζικής μεταφοράς. Οι παίχτες, κάποιοι μεγαλωμένοι στις φαβέλες, σημερινοί όμως εκατομμυριούχοι, έπαιζαν μέσα σε ένα άκρως εκρηκτικό και κοινωνικά αντιφατικό κλίμα, το οποίο ήδη είχε ξεκινήσει ένα χρόνο πριν στις γειτονιές: έξω από το στάδιο καιγόταν η Βραζιλία από τις διαμαρτυρίες για την κοινωνική ανισότητα ενώ μέσα η ελίτ απολάμβανε το παιχνίδι.Αξίζει να προβληματιστούμε για τον αντίκτυπο που είχε η ήττα στον πληθυσμό της Βραζιλίας καθώς δεν αποτέλεσε απλά ένα χαμένο παιχνίδι στην ιστορία του ποδοσφαίρου της, αλλά αντίθετα πυροδότησε σε συλλογικό επίπεδο συναισθήματα βαθιάς λύπης και οδύνης που εκφράστηκαν δημόσια. Η έκταση του φαινομένου γίνεται κατανοητή αν λάβουμε υπόψη μας την πραγματικότητα ότι στη Βραζιλία το ποδόσφαιρο λατρεύεται σχεδόν όσο ο Θεός ενώ στις συνειδήσεις των ανθρώπων είναι συνυφασμένο με ένα έντονο συναίσθημα εθνικής περηφάνιας, νοηματοδοτώντας παράλληλα σε μεγάλο βαθμό την ίδια τους την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι προσδοκίες του λαού της για την κατάκτηση του τίτλου στάθηκαν μεγάλες, προβάλλοντας στην πιθανότητα της νίκης την ανάγκη για μια πλαστή και εικονική κατάσταση χαράς και ικανοποίησης, που θα τους αποσπούσε την προσοχή από τη δυστυχία και τη φτώχεια τους.
Η Γερμανία από την άλλη μεριά, μέσα από το επιθετικό παίξιμό της, πρόβαλε επιδεικτικά γνώριμα χαρακτηριστικά της όπως η εμμονή της για κυριαρχία και κατάκτηση, όμως αυτή τη φορά για έναν τίτλο ποδοσφαίρου. Το γεγονός ότι αυτή η χώρα έχει προκαλέσει δύο παγκόσμιους πολέμους, σκορπίζοντας πόνο και δυστυχία σε όλη την ανθρωπότητα, με εκατομμύρια νεκρούς, δεν μπορεί να αποτελέσει ένα ασύνδετο γεγονός από τον τρόπο που λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα και αξίζει την προσοχή μας. Η άτεγκτη απολυταρχική νοοτροπία ενός συλλογικού ασυνείδητου, με βαθιές ρίζες στον προτεσταντισμό, αποτυπώνεται εύλογα και σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, με την καγκελάριο Μέρκελ να υψώνει καινούργια «τείχη» ανάμεσα στη χώρα της και τους υπόλοιπους λαούς, καλλιεργώντας εχθρικό κλίμα. Η ασυγκινησία των Γερμανών μπροστά στην αδυναμία των Βραζιλιάνων να σταθούν στα πόδια τους είναι ένδειξη αυτής της πραγματικότητας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός άλλωστε ότι τους αποκαλούν ‘’πάντσερ’’(panzer), μία μεραρχία τεθωρακισμένων κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, της οποίας η δράση ήταν ιδιαιτέρως επιθετική και επιβλητική.
Η θέση των Ελλήνων σε αυτόν τον ποδοσφαιρικό αγώνα ήταν υπέρ της Βραζιλίας εκφράζοντας έτσι την αντίθεσή τους στη Γερμανία. Αφουγκραζόμενοι τη φτώχεια, την ανέχεια και την κρίση που βιώνει ο βραζιλιάνικος λαός, συνδεθήκαμε ασυνείδητα μαζί του αφού βιώνουμε μια ανάλογη σκληρή πραγματικότητα. Επιπλέον έχοντας ζήσει μια «νέα κατοχή» από τους Γερμανούς, τα συναισθήματα θυμού και πικρίας που κρύβουμε μέσα μας ξύπνησαν και μεταβιβάστηκαν στους Γερμανούς παίχτες στο συγκεκριμένο ποδοσφαιρικό αγώνα.
Καθώς είναι ευρέως γνωστό ότι η Βραζιλία δεν έχει προς το παρόν να επιδείξει τίποτα άλλο πέρα από το ποδόσφαιρο, την παραγωγή καφέ και το καρναβάλι του Ρίο, εμπορεύσιμα δηλαδή προϊόντα που της δίνουν ταυτότητα, χρειάζεται να στραφεί αλλού για να δώσει απαντήσεις σε όλα αυτά που την ταλαιπωρούν. Το παρήγορο είναι ότι ολοένα και περισσότερες φωνές υψώνονται σήμερα, αμφισβητώντας το status quo της ενώ κάνουν λόγο για καινούργιες αξίες τις οποίες πρέπει να αντικρίσει αν θέλει να ορθοποδήσει.
Αίσθηση κάνουν δηλώσεις ποδοσφαιριστών, όπως αυτή του μεγάλου Βραζιλιάνου άσσου του παρελθόντος Ριβάλντο, ο οποίος τόνισε σε μήνυμά του: «Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που συνέβη, είμαι πολύ στενοχωρημένος, αλλά ο Θεός είναι Θεός και ξέρει γιατί γίνονται όλα τα πράγματα. Ας σκεφτούμε τι θα γίνει με τη χώρα μας από εδώ κι εμπρός και την χώρα μας τον Οκτώβριο, γιατί η ζωή συνεχίζεται. Ο Θεός να σας ευλογεί». Ίσως αυτή η ήττα αποτελέσει για τη Βραζιλία μια καλή ευκαιρία για να διαφοροποιηθεί από την αποκλειστική ταύτισή της με το ποδόσφαιρο, που όχι μόνο αδυνατεί να λύσει τα προβλήματά της, αντίθετα της δημιουργεί καινούργια, αφού διογκώνει το κοινωνικό της χάσμα. «Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχουν νοσοκομεία για να θεραπεύσω την κατάθλιψή μου» έγραψε άγνωστος χρήστης του διαδικτύου μετά την ήττα της ομάδας του, αναφορά που συναντήσαμε στην ειδησεογραφία, καθρεφτίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δραματική κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρας του.
Με αφορμή τα όσα σημειώθηκαν στη Βραζιλία χρήσιμο είναι να αναστοχαστούμε πάνω στις ήδη επιβεβλημένες και παγιωμένες κοινωνικές δομές και αθλητικούς θεσμούς, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι το ποδόσφαιρο με τη μορφή που υφίσταται σήμερα είναι ένας τρόπος που υποτάσσει την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων σε έναν αδηφάγο μηχανισμό που είναι προγραμματισμένος μόνο για το κέρδος και την αποπροσανατολισμένη εκτόνωση των λαών. Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι αν θέλουμε να εκφράσουμε την εθνική μας περηφάνια υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι να το κάνουμε. Αν επιθυμούμε να απαλλαγούμε από οδυνηρά συναισθήματα υπάρχουν επίσης άλλοι τρόποι, αρκεί να αναγνωρίσουμε ότι η λύση δεν βρίσκεται σε κατασκευασμένα αθλητικά στιγμιότυπα, αλλά μόνο αν στραφούμε μέσα μας, καθώς οι άνθρωποι διαθέτουμε τα εφόδια για να αντιμετωπίσουμε τις κρίσεις της ζωής μας. Το μόνο που καλούμαστε να κάνουμε είναι να τα αναζητήσουμε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γ.Χλιαουτάκης, (1988). Νέα Κοινωνιολογία, Ο ρόλος του ποδοσφαίρου στη σύγχρονη κοινωνία, (3) 42-47.
- Elias, N. & Dunning, E. (1986). Quest for Excitement: Sport and Leisure in the Civilizing Process.
- Oxford: Basil Blackwell.
———————————————————————————————————————– Περιοδικό “Κοινωνική Επιθεώρηση” Τεύχος 7 – Ιούλιος 2014