Από το Πρωταρχικό στο Πρωτότυπο στην Οικογενειακή Θεραπεία και Συστημική Πρακτική


Ελισάβετ Μπαρμπαλιού

 


 Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Οικογενειακή Θεραπεύτρια, Κέντρο Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας,ebarbaliou@gmail.com

Ένα μέρος του κειμένου βασίζεται σε παρουσίαση που έγινε στο 9o  συνέδριο της Ευρωπαϊκής Eταιρείας Οικογενειακής Θεραπείας (EFTA) με θέμα «Από το Πρωταρχικό στο Πρωτότυπο στην Οικογενειακή Θεραπεία και Συστημική Πρακτική» στις 28/9 – 1/10/ 2016, στην Αθήνα.

Περίληψη

Μέσα από τη θεραπευτική μας πρακτική γνωρίζουμε ότι η επεξεργασία του ψυχικού τραύματος αποτελεί μια χρόνια και επίπονη διαδικασία. H βιοψυχοκοινωνική αποδιοργάνωση, που συνήθως επιφέρει στο άτομο, δρα διαβρωτικά τόσο στον πυρήνα της ύπαρξής του όσο και στις αλληλεπιδράσεις του με τα συστήματα στα οποία ανήκει ενώ διαπερνά τις επόμενες γενιές στις περιπτώσεις εκείνες όπου παραμένει αθεράπευτο. Η παρούσα μελέτη περίπτωσης εστιάζει στην τραυματική εμπειρία της προσφυγιάς από την πλευρά των ανδρών και στον τρόπο που ο αντίκτυπός της μεταβιβάζεται διαγενεακά. Αξιοποιώντας την κλινική περίπτωση ενός άνδρα, απόγονου ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, διερευνούνται «οι χαμένες πατρίδες» της οικογένειας καταγωγής του και η σημασία τους για τη συγκρότηση της δικής του ατομικής, οικογενειακής και ανδρικής ταυτότητας ενώ αναδύονται πιο ολοκληρωμένες οπτικές κατανόησης, ερμηνείας και επεξεργασίας του τραύματος της προσφυγιάς, αξιοποιήσιμες στο παρόν.

Λέξεις – Kλειδιά: διαγενεακή μετάδοση του τραύματος, προσφυγιά, σιωπή, έλλειψη εσωτερικής συνοχής, απώλεια ανδρικής ταυτότητας, επαναπροσδιορισμός εαυτού.

 

Εισαγωγή

Στη δύσκολη εποχή των ραγδαίων οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων που ζούμε, οι ειδικοί της ψυχικής υγείας ερχόμαστε αντιμέτωποι με φαινόμενα και καταστάσεις που μέχρι σήμερα σπάνια αποτελούσαν συχνό κομμάτι της κλινικής μας εμπειρίας και πρακτικής. Πολλές είναι  οι μαρτυρίες συναδέλφων, οι οποίοι βρισκόμενοι στην πρώτη γραμμή διαχείρισης της συριακής προσφυγικής κρίσης και ερχόμενοι αντιμέτωποι με το πρωτογενές προσφυγικό τραύμα αισθάνονται ματαιωμένοι καθώς αδυνατούν να καλύψουν σε βάθος τις ανάγκες του ευάλωτου αυτού πληθυσμού, ιδιαίτερα των ανδρών. Στη Συρία, χαρακτηριστική είναι η έκδοση μικρού βιβλίου με τίτλο «Οδηγός αυτοβοήθειας για άνδρες που αντιμετωπίζουν κρίση και εκτοπισμό»’* ως δράση ψυχοκοινωνικής στήριξης εκείνων των ανδρών που βρίσκονται σε μη προσβάσιμες περιοχές και απειλείται η ζωή τους. Σύμφωνα με την περιγραφή του οδηγού, πρωταρχικό σκοπό έχει να βοηθήσει τους άνδρες να κατανοήσουν τις αιτίες του στρες που πιθανά βιώνουν, προτείνοντας παράλληλα τρόπους αντιμετώπισής του, λαμβάνοντας υπόψη  τη σχέση με τη σύζυγο και τα παιδιά τους. Επισημαίνεται ότι υπάρχουν πολλές δράσεις που υποστηρίζουν τον γυναικείο πληθυσμό σε αντίθεση με τους άνδρες, οι οποίοι βρίσκονται σε μεγάλη ανάγκη καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρα γι΄ αυτούς ζητήματα, όπως την απώλεια του παραδοσιακού τους ρόλου, ενώ είναι απρόθυμοι να ζητήσουν βοήθεια.

Η ανθρωπιστική κρίση φέρνει στον ορίζοντα κοινωνικές ανισότητες, φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση και προσφυγιά, προκλήσεις τις οποίες καλούμαστε να προσεγγίσουμε και να διαχειριστούμε με ενσυναίσθηση, περίσκεψη και μεγάλη ευαισθησία. Ο φακός της εστίασής μας καλείται για ακόμη μια φορά να γίνει ευρυγώνιος ώστε να συμπεριλάβει και να αποσαφηνίσει τη γενικευμένη σύγχυση και αβεβαιότητα που επικρατεί, συνδέοντας τις προκλήσεις αυτές με το παρελθόν μας και γεφυρώνοντάς τες με το μέλλον.

Όλα αυτά τα οδυνηρά φαινόμενα, για πολλούς λαούς αλλά και για εμάς τους Έλληνες, δεν είναι πρωτοφανή και άγνωστα. Έχοντας βιώσει ως λαός τον πόλεμο, την ένδεια, τη μετανάστευση και την προσφυγιά, μπορούμε να συναισθανθούμε τον πόνο, την οδύνη και την αβεβαιότητα των ανθρώπων που έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα. Μέσα  από τις δικές μας απώλειες, ο απόηχος των οποίων αποτελεί ακόμη μέρος της ζωής και της καθημερινότητάς μας, έχουμε την ευκαιρία να διερευνήσουμε τον τρόπο που φιλτράρεται, μεταβολίζεται και τέλος αφομοιώνεται ένα συλλογικό τραυματικό γεγονός σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο (Πομίνι, 2011).

Πόσο όμως βαθιά εγγράφεται ένα τραυματικό γεγονός που συνέβη στο μακρινό παρελθόν, ώστε να μεταβιβάζεται στις γενιές που ακολουθούν; Ποιες είναι άραγε οι συνθήκες εκείνες που ευνοούν τη μετάδοση και τη διατήρηση του τραύματος; Πώς μπορούν ο πόνος, η ανημπόρια και η ταπείνωση, που βίωσαν οι πρόγονοι, να αναβιώνουν και να κατακλύζουν τη ζωή των απογόνων τους; Πώς διαχειρίζονται οι άνδρες τις απώλειες και το τραύμα;

 

Οι συνθήκες που διατηρούν το ψυχικό τραύμα

Οι αρχικά ατεκμηρίωτες υποθέσεις, ότι οι απόγονοι επηρεάζονται από τις τραυματικές εμπειρίες των γονιών τους ή την έκθεσή τους σε μια στρεσογόνα κατάσταση, υποστηρίζονται πλέον από  ολοένα και περισσότερες έρευνες βασισμένες τόσο σε επιζήσαντες απογόνους του Ολοκαυτώματος όσο και σε άλλες κοινωνικά ευάλωτες ομάδες όπως οι Βετεράνοι του Βιετνάμ, οι Αβορίγινες της Αυστραλίας και του Καναδά, οι Αρμένιοι, κ.α. (Denham, 2008; Evans-Campbell, 2008; Felsen, 1998; Hirsch, 2001; Kellerman,2001; Kupelian, etal. 1998; Robin, etal. 1996; Stamm& Stamm, 1999; Whitbeck, etal. 2004; Wiseman, etal. 2002).

Το συλλογικό τραύμα μπορεί να έχει βαθιές διαγενεακές επιδράσεις, οι οποίες δεν είναι εύκολα παρατηρήσιμες και μετρήσιμες, ενώ η διατήρηση και μετάδοσή του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι λειτουργούν είτε προσθετικά είτε συνεργητικά χωρίς να έχουν τον ίδιο αντίκτυπο σε όλους. Ενδεικτικά αναφέρουμε το γεγονός ότι διαφέρει ο βαθμός θλίψης και κλονισμού στην ατομική και κοινωνική ταυτότητα  των απογόνων της δεύτερης και τρίτης γενιάς σε σχέση με αυτόν της πρώτης ενώ μεταβλητές όπως η ηλικία (RosenheckFontana1998), το φύλο (Parsons, etal., 1990), η σοβαρότητα του γεγονότος (Danieli, 1998), η οικογενειακή δομή και τα ήδη υπάρχοντα σχεσιακά οικογενειακά σχήματα αλληλεπίδρασης, όπως η συναισθηματική εγγύτητα των μελών, η λειτουργική επίλυση των δυσκολιών, η ύπαρξη κοινωνικών δεξιοτήτων, η προσαρμοστικότητα στις αλλαγές, πρότερα τραυματικά βιώματα (Breslau, etal. 2008),η ψυχική ανθεκτικότητα  κ.ο.κ., παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση και επούλωση του ψυχικού τραύματος.Επιπλέον σημαντικό ρόλο στη μετάδοσή του συλλογικού τραύματος διαδραματίζουν οι επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, οι κυβερνητικές πολιτικές, οι ιστορικές επιρροές και το φυσικό περιβάλλον.

Ως εκ τούτου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι συναντάμε μια ευρεία κλίμακα στις θεωρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες επιδιώκουν να ρίξουν φως στο πολυσύνθετο φαινόμενο που εξετάζουμε ενώ υπάρχουν πολλές και διαφορετικές ορολογίες που προσπαθούν να εξηγήσουν τη διαδικασία μεταβίβασης των τραυματικών εμπειριών. Οι Miller, Stiff και Ellis (1988), την ονομάζουν συναισθηματική μόλυνση (emotional contagion), ο Dixon (1991), κάνει λόγο για παράπλευρα θύματα (peripheral victims), ενώ ο Albeck(1994) περιγράφει τους απογόνους των επιζησάντων «σαν να έχουν αποκτήσει ουλές χωρίς να έχουν το τραύμα».

Εστιάζοντας στο προσφυγικό τραύμα, η Τατά Αρσέλ (2014) κάνει λόγο για το πρωτογενές προσφυγικό τραύμα, το οποίο αποσυνδέει προσωρινά την ατομική και κοινωνική ταυτότητα του ατόμου ενώ κλυδωνίζει την εσωτερική του συνοχή και συγκρότηση. Το πρωτογενές τραύμα, το οποίο βιώνει η πρώτη γενιά, περικλείει τη βίαιη εκδίωξη από τον τόπο προέλευσης, τις απώλειες, τον κοινωνικό αποκλεισμό στον νέο τόπο διαμονής, την απόγνωση. Πρόκειται για πολλαπλά πλήγματα που δέχεται το άτομο, σύμφωνα με την Janoff –Bulman (1992), με κυρίαρχα αυτά του μετατραυματικού στρες, της συναισθηματικής απορρύθμισης, του φόβου και της αίσθησης του να είναι κάποιος μετέωρος, της απώλειας ελέγχου της ζωής του, του κοινωνικού υποβιβασμού, τα οποία το υποβάλλουν σε ψυχική εξουθένωση ενώ το καθιστούν ευάλωτο σε νέους πιθανούς κινδύνους.

Ο Τουρκοκύπριος καθηγητής Ψυχιατρικής Volkan, V.D. (1997), έχοντας διερευνήσει σε βάθος τη σημασία μαζικών τραυματικών γεγονότων και τον τρόπο που αυτά μεταδίδονται διαγενεακά, αναφέρει ότι η επίδραση του συλλογικού τραύματος στον θυματοποιημένο πληθυσμό και τους απογόνους του μπορεί να συνεχιστεί για δεκαετίες ολόκληρες, μολύνοντας τους απογόνους με την εμπειρία της ντροπής, της ταπείνωσης και της ανημπόριας που βίωσαν οι πρόγονοί τους.

Ο Volkan (2001), διευρύνει τη σημασία του συλλογικού τραύματος εισάγοντας την έννοια του «επιλεγμένου τραύματος» (chosen trauma), σύμφωνα με την οποία το τραύμα παίρνει τη μορφή της εμμονής στην ομάδα που το βίωσε. Υποστηρίζει ότι η θυματοποιημένη ομάδα υποφέρει όχι μόνο από τις απώλειες που υπέστη αλλά και την αδυναμία της να υπερασπίσει τα κεκτημένα της δίνοντας αξία στον εαυτό της αξιοποιώντας υπάρχουσες κοινωνικές ή πολιτικές στρατηγικές που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Τα τραυματισμένα μέλη της ομάδας, λόγω της αδυναμίας τους να βιώσουν και να ολοκληρώσουν τη διαδικασία του πένθους, αλλά και λόγω της ανεπάρκειάς τους να αντιστρέψουν τη ντροπή, την ταπείνωση και την ανημπόρια καταλήγουν να εσωτερικεύουν έναν αδόμητο θυμό, ο οποίος στο μέλλον μπορεί να πάρει άλλες διαστάσεις εξίσου δραματικές τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Αποδίδοντας τη βαρύτητα του ακατέργαστου πόνου που κουβαλούν τα θύματα ενός συλλογικού τραυματικού γεγονότος της πρώτης γενιάς, η Wardi (1992), έχοντας δουλέψει με τη δεύτερη γενιά απογόνων του ολοκαυτώματος, αναφέρει ότι στις περισσότερες οικογένειες συνάντησε ένα παιδί το οποίο λειτουργούσε ως ένα «επιμνημόσυνο» κεράκι για τους εκλιπόντες. Επισημαίνει ότι τα θύματα κλείνουν μέσα τους τις εμπειρίες τους σαν «επτασφράγιστο μυστικό», ενώ το εσωτερικό τους κενό, οι ψυχικές διαταραχές και ο πόνος από τις ταπεινώσεις και τη βία, που είχαν υποστεί,μεταφέρονται στους απογόνους τους. Οι απόγονοι πρέπει, με τη σειρά τους, να σηκώσουν αυτό το βαρύ φορτίο για να ελαφρώσουν τους γονείς τους από το τραύμα. Με αυτή τη μεταφορά των ρόλων οι απόγονοι γίνονται θύματα, έχοντας κληρονομήσει τις φοβίες και τις απογοητεύσεις των γονιών τους, μεταφέροντας κι αυτοί  όλα αυτά τα συναισθήματα στα παιδιά τους, δηλαδή στα εγγόνια αυτών που επέζησαν. Κατά συνέπεια, τα εγγόνια γίνονται καινούργια θύματα. Ως εκ τούτου οι διαδικασίες της ταύτισης και της εσωτερίκευσης αποτελούν μερικές από τις ψυχικές διεργασίες διαμέσου των οποίων οι τραυματικές εμπειρίες των γονιών μπορούν να μεταδοθούν στα παιδιά τους (Bandura, 1977).

H σιωπή, ως τρόπος αποφυγής και καταστολής της αναβίωσης μιας επώδυνης κατάστασης αποτελεί μια επιβαρυντική συνθήκη που ευνοεί τη διατήρηση και τη μετάδοση του ψυχικού τραύματος. Η δυσκολία στη λεκτικοποίηση των συναισθημάτων, ένα κατεξοχήν ανδρικό γνώρισμα, το οποίο επικράτησε λόγω των κυρίαρχων κοινωνικών δομών και αντιλήψεων, αποτελεί ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επούλωσή του. Καθώς η μέχρι πρότινος ανδρική ταυτότητα ήταν προσανατολισμένη για αιώνες στον αυτοέλεγχο, στην αντοχή και στην αυτοθυσία δεν δόθηκε χώρος στην επεξεργασία του εσωτερικού και συναισθηματικού κόσμου του άνδρα. Αποκτώντας υπόσταση, σκοπό και νόημα, μέσα από συγκεκριμένους ρόλους και συμπεριφορές, ο άνδρας μοιάζει να δυσκολεύτηκε να εξελίξει δεξιότητες σε θέματα εαυτού και διαπροσωπικών σχέσεων, όπως η ανοιχτότητα στην επικοινωνία και ο αναστοχασμός (Μπαρμπαλιού, 2014).

Πώς αισθάνεται άραγε ο άνδρας όταν μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες αντιστρέφονται οι νόρμες και τα κοινωνικά στερεότυπα και χάνει την αξιοπρέπειά του, τη δύναμή του και τον έλεγχο της ζωής του; Ποια συναισθήματα βιώνει όταν ταπεινώνεται μπροστά στα μέλη της οικογένειάς του ή  όταν αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ανδρικού του ρόλου;

Στην περίπτωση των προσφύγων ανδρών όπου οι σταθερές ανατρέπονται, οι ρόλοι των φύλων κλυδωνίζονται. Ο άνδρας στέκεται αποδυναμωμένος, αβοήθητος και εκτεθειμένος μπροστά στη βία, τον κίνδυνο και την απειλή αδυνατώντας να προστατέψει και να φροντίσει τόσο τον εαυτό του όσο και την οικογένειά του. Πρότεροι ρόλοι και λειτουργίες του παύουν να υφίστανται ενώ η ανδρική του ταυτότητα καταρρακώνεται εξαιτίας της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις βασικές του υποχρεώσεις.

Στην πολυπλοκότητα των συνθηκών, που ευνοούν τη μετάδοση του ψυχικού τραύματος μέσα στις γενιές, προστίθεται και ο βιολογικός παράγοντας με την κληρονομικότητα του γενετικού υλικού. Τρομακτικές μνήμες και φόβοι μεταφέρονται μέσω των φυσιολογικών δομών του οργανισμού (Perry, 1999).Σύμφωνα με έναν αυξανόμενο αριθμό νέων ερευνών (Gapp, etal. 2014; Νestler, 2016;  Rodgers, etal, 2015; Yehuda, etal. 2015), οι τραυματικές εμπειρίες ζωής των γονέων και η έκθεσή τους στο στρες περνούν στο γενετικό υλικό των απογόνων, συνδιαμορφώνοντας τη βιολογική, γνωστική, συμπεριφορική και ψυχοσυναισθηματική τους κατάσταση. Πρόκειται για τη διαγενεακή επιγενετική κληρονομικότητα, κατά την οποία η γενετική μετάδοση του ψυχικού τραύματος πραγματοποιείται μέσω περιβαλλοντικών παραγόντων ικανών να επιφέρουν αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση.

Ο βιολογικός παράγοντας δεν πρέπει να αγνοείται ή να υποτιμάται στη θεραπευτική διαδικασία καθώς μπορεί να εξηγήσει πολλές από τις άδηλες συμπεριφορές και μνήμες του ψυχικά τραυματισμένου. Λαμβάνοντας υπόψη την πλαστικότητα του εγκεφάλου είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το τραύμα εγγράφεται και αποθηκεύεται στη γνωστική (cognitive) και συναισθηματική μνήμη (emotional memory) ενώ συνοδεύει το άτομο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η νευροβιολογική ανταπόκριση του ανθρώπινου οργανισμού στην απειλή, κατά την οποία όλες οι περιοχές του εγκεφάλου αλλά και του σώματος οργανώνονται ώστε να επιτευχθεί η επιβίωση, υποδηλώνει ότι μια τραυματική εμπειρία είναι ικανή να μεταβάλλει τη λειτουργικότητα του εγκεφάλου με διαπεραστικό τρόπο για χρόνια, ακόμη και για μια ολόκληρη ζωή (Perry, 1999).

 

Ιστορικό

Το τραύμα της προσφυγιάς και η επεξεργασία επούλωσής του θα ξετυλιχθεί μέσα από την ιστορία του Ηλία, ενός άνδρα σαρανταπέντε χρόνων, πατέρα δύο αγοριών. Ο Ηλίας ήρθε να με δει, για πρώτη φορά πριν δώδεκα περίπου χρόνια, έπειτα από απαίτηση της γυναίκας του, η οποία τον θεωρούσε υπαίτιο για την κρίση που περνούσε ο γάμος τους, κατηγορώντας τον ως «ανήμπορο». Όταν τελικά το ζευγάρι πήρε διαζύγιο, ο ίδιος, μην έχοντας  πλέον ισχυρό κίνητρο να συνεχίσει, διέκοψε τη θεραπευτική του πορεία. Ξαναήρθε να με δει κάποια χρόνια μετά, με αφορμή την προκλητική συμπεριφορά του έφηβου γιου του, ο οποίος είχε εμπλακεί σε παραβατικές πράξεις ενώ διατηρούσε μια αρνητική στάση απέναντί του, εκφράζοντάς την με λόγια απαξιωτικά  προς το πρόσωπό του.

Φοβισμένος, ευάλωτος και συναισθηματικά αποδυναμωμένος, ο Ηλίας, δυσκολευόταν να δημιουργήσει ουσιαστικές σχέσεις τόσο μέσα από τον ρόλο του ως πατέρας όσο και ως σύντροφος. Θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο να αγαπηθεί και να εκτιμηθεί συνήθιζε να κρατάει μια παθητική και μοιρολατρική στάση ζωής, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του. Πίστευε ότι δεν έχει τον έλεγχο της ζωής του ενώ υποστήριζε ότι όλες οι επιλογές που έκανε μέχρι τότε υπήρξαν λανθασμένες. Η ανημπόρια του τον καθήλωνε τόσο πολύ, ώστε να είναι αναποτελεσματικός στην εργασία του, ενώ στην προσωπική του ζωή βίωνε την απαξίωση, με αποτέλεσμα να αισθάνεται διαρκώς συναισθηματική και σωματική κόπωση: «Δυσκολεύομαι να κάνω και τα πιο απλά πράγματα, τόσο ανίκανος νιώθω», συνήθιζε να αναφέρει συχνά, κρύβοντας  το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του ενώ συχνά εξέφραζε τον φόβο του για τους άνδρες και την απόρριψη που αισθανόταν ότι βίωνε μέσα από τη συνδιαλλαγή μαζί τους. Η  ανημπόρια του, η αδυναμία του να εκφράσει τα συναισθήματά του, καθώς και η δυσκολία του να ονοματίσει τις προσωπικές του ανάγκες και επιθυμίες του δημιουργούσαν αρνητικές προσδοκίες για το μέλλον, ενώ αποτελούσαν επιπλέον επιβαρυντικούς παράγοντες, οι οποίοι λειτουργούσαν κατασταλτικά στην ψυχική του υγεία.

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του, μοιάζει να μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με πολλές εντάσεις κι ένα διαρκώς αρνητικά φορτισμένο κλίμα. Φαίνεται ότι η απόμακρη σχέση των γονιών του, η οποία περιέκλειε ματαιώσεις, μοναξιά και απογοήτευση, εκτονωνόταν με συχνούς καβγάδες μεταξύ τους. Η μητέρα του, παρότι δυναμική, του υπενθύμιζε συχνά πόσο δυστυχισμένη ήταν με τη ζωή της, ενώ έμμεσα απαιτούσε από εκείνον να της καταπραΰνει τη θλίψη των ανολοκλήρωτων ονείρων της. Ο πατέρας του, από την άλλη, άνθρωπος κλεισμένος στον εαυτό του, συναισθηματικά και φυσικά μη διαθέσιμος, έμοιαζε να είναι βαθιά θλιμμένος ενώ τον αντιμετώπιζε σαν να ήταν ξένος, μιλώντας του πολλές φορές υποτιμητικά.

Ο Ηλίας ένιωθε ένας κατατρεγμένος γιος, ο οποίος έτρεχε να γλυτώσει από τον ανέκφραστο θυμό και την πίκρα του απόμακρου πατέρα του μέσα σε ένα κλίμα ασάφειας και σύγχυσης ενώ του ήταν δύσκολο να αποδώσει νόημα στη συμπτωματική του συμπεριφορά, η οποία τον κρατούσε δέσμιο και καθηλωμένο. Μοναδικό στοιχείο στην οικογενειακή του ιστορία, για το οποίο μιλούσε με περηφάνια και  προέκυψε από το γενεόγραμμά του, υπήρξε η αναφορά του σε έναν προππάπο του, άρχοντα ενός πλούσιου τόπου από τη Σμύρνη (Mc Goldrick, 1999).

Το κατακερματισμένο εγώ του Ηλία είχε δημιουργήσει στο μακρινό παρελθόν έναν ονειρικό τόπο από όπου αντλούσε δύναμη, ένα καταφύγιο που λειτουργούσε σαν ένα θετικό σημείο αναφοράς στη ζωή του, γεγονός που συναντάται συχνά στην πρώτη κυρίως γενιά προσφύγων. Σύμφωνα με την Τατά Αρσέλ (2014):

«[…] πρόκειται για μια γνωστική ανακατασκευή στην υπηρεσία της αυτοσυντήρησης. Η προωθητική νοσταλγία για έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο ενισχύει το αίσθημα ότι ο πρόσφυγας ανήκε κάπου έστω και φαντασιακά. Δεν αισθάνεται ξεκρέμαστος και ανακατασκευάζει με τον τρόπο αυτόν τη συνέχεια  του εγώ. Ο γνωστικός μηχανισμός που θρέφει την ελπίδα και τη νοσταλγία είναι το πλάσιμο συνειρμών και εικόνων με πρωταγωνιστή το ίδιο το πρόσωπο που φαντάζεται τον εαυτό του τοποθετημένο σε ένα καλύτερο παρελθόν το οποίο εμπλουτίζεται φαντασιακά αλλά και τοποθετημένο σε ένα μέλλον, το οποίο πλάθει στη φαντασία του όπως θα το ήθελε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η φαντασία καλύπτει το κενό της χαμένης συνέχειας και βοηθά το άτομο να διατηρήσει την αυτοεκτίμησή του και να αγωνίζεται για την αυτοσυντήρησή του. Δεν το αφήνουν να απορρίψει τον εαυτό του ως ανάξιο να αποκτήσει μια καινούργια εστία» (σελ.171).

Διερευνώντας περαιτέρω την ιστορία της οικογένειας καταγωγής, από την πλευρά του πατέρα του, ήρθαν στην επιφάνεια κάποιες σημαντικές πληροφορίες.

 

Το απώτερο παρελθόν

Στη μακρινή ιστορία της οικογένειάς του, ο προπάππος του, ζώντας στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, υπήρξε ένας άντρας με μεγάλη περιουσία, τίτλους και αξιώματα. Σφαγιάστηκε  από τους Τούρκους, στη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, έχοντας προλάβει να επιβιβάσει την οικογένειά του σε πλοίο για την Ελλάδα. Η γυναίκα του και οι τρεις γιοι του, ένας εκ των οποίων ήταν ο παππούς του Ηλία, αφού περιπλανήθηκαν, τα κατάφεραν και κατέληξαν σε ένα νησί του Αιγαίου, τόπο μακρινών προγόνων τους.

Τα μοναδικά ακούσματα που είχε ο Ηλίας για την ιστορία των προγόνων του προέρχονταν από τις λιγοστές και φειδωλές αφηγήσεις του πατέρα και κάποιων συγγενών. Σύμφωνα με αυτές, ο παππούς του στον καινούργιο τόπο βρήκε δουλειά καλλιεργώντας τη γη μοχθώντας πολύ για να δημιουργήσει τη δική του περιουσία. Παντρεύτηκε μια  προσφυγοπούλα και απέκτησε μαζί της έξι παιδιά. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο πατέρας του Ηλία, γνωστός στο νησί με το ταπεινωτικό παρωνύμιο «ο γιος του πρόσφυγα», δούλευε από μικρός στα χωράφια, κοντά στον πατέρα του. Όταν έφτασε στην ηλικία των δώδεκα, ο πατέρας τον σταμάτησε από το σχολείο υποχρεώνοντάς τον να δουλέψει τη γη όπως και ο  ίδιος, θεωρώντας τη  ως τον μοναδικό τρόπο επιβίωσης και σωτηρίας, ακολουθώντας, ίσως ασυνείδητα, τα χνάρια του γαιοκτήμονα πατέρα του σε μια προσπάθεια να επανασυνδεθεί  με τις ρίζες του και να επανακτήσει το χαμένο κύρος του.

Όταν ενηλικιώθηκε, ο πατέρας του Ηλία, παντρεύτηκε με συνοικέσιο μια γυναίκα ντόπια, της οποίας η οικογένεια υπήρξε κοινωνικά ευυπόληπτη και αυστηρών αρχών. Για όλους ήταν ο Γιώργης της Φροσύνης. Ένας αδύναμος, σιωπηλός και χωρίς πρωτοβουλίες άνδρας, ο οποίος τον ακατέργαστο θυμό του για την ταπείνωση που δεχόταν μοιάζει να τον εκτόνωνε στον Ηλία, αποκαλώντας τον πολλές φορές «τουρκόσπορο».

Η «χαμένη πατρίδα» για τον παππού του Ηλία, εκτός από τον χαμό του πατέρα του και την απώλεια της περιουσίας του, σηματοδοτούσε και κάτι βαθύτερο: την απώλεια της πολιτισμικής, ατομικής και ανδρικής του ταυτότητας, στοιχεία που μοιάζει να πέρασαν και στις επόμενες γενιές των ανδρών της οικογένειάς του. Οι ψυχολογικές συνέπειες του ξεριζωμού υπήρξαν μεγάλες. Η αξιοπρέπεια και η αυτοεκτίμησή του δοκιμάστηκαν στον νέο τόπο που εγκαταστάθηκε. Το «πέρασμα» από τη μια πατρίδα στην άλλη έγινε με βίαιο και απάνθρωπο τρόπο. Από γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, κατέληξε ορφανός, αγρότης και ταπεινωμένος: Για την τοπική κοινωνία ήταν «ο πρόσφυγας» ενώ δεν κατάφερε να γλυτώσει και τον γιο του από τον ίδιο υποτιμητικό χαρακτηρισμό  («ο γιος του πρόσφυγα»). Σύμφωνα με μια ιστορία που είχε ακούσει ο Ηλίας, ο παππούς του εκτόνωνε την πίεση και τη δυσφορία του κάνοντας «τη δουλειά του γαϊδάρου», αντλώντας νερό από το μαγγανοπήγαδο ο ίδιος.

Τα αρνητικά συναισθήματα που βίωσε, φαίνεται να παρέμειναν κλειδωμένα βαθιά μέσα του. Οι συνθήκες και οι περιορισμοί, που επέβαλαν τα κοινωνικά στερεότυπα, δεν του επέτρεψαν να θρηνήσει τις απώλειές του, ούτε να μοιραστεί τον πόνο του. Έτσι, παρόλο που τελικά ρίζωσε στον νέο τόπο βρίσκοντας δουλειά και δημιουργώντας τη δική του οικογένεια, δεν κατάφερε να απαλλαγεί από το βάρος των ανείπωτων συναισθημάτων του, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στη θέση του εκδιωγμένου, χωρίς να προχωρήσει σε ουσιαστική συνδιαλλαγή και αλληλεπίδραση με την τοπική κοινωνία. Τη σιωπή αυτή την μετέδωσε και στον γιο του, ο οποίος με τη σειρά του τη μεταβίβασε στον δικό του γιο, τον Ηλία.  Μέσα σε ένα τέτοιο συναισθηματικό κλίμα η εσωτερίκευση της νέας ταυτότητας, αυτής του πρόσφυγα, επισκίασε όλες τις άλλες, καθιστώντας την ανθεκτική μέσα στο χρόνο.  Ο κλονισμός από τις συνέπειες του ξεριζωμού καθώς και η ταπείνωση που βίωσε, έτσι ανέγγιχτες που έμειναν, εσωτερικεύτηκαν σε τέτοιο βαθμό που φαίνεται σταδιακά να εξελίχθηκαν σε αυτολύπηση, αδυναμία και ανημπόρια, ενώ μεταβιβάστηκαν στις επόμενες γενιές (Peterson & Seligman, 1984).

 

Η θεραπευτική διαδικασία ως ένας ασφαλής τόπος διερεύνησης και επούλωσης του τραύματος

Στα πρώτα στάδια της θεραπείας του ο Ηλίας περιέγραφε  τον εαυτό του ως έναν άνδρα που έχει εγκαταλειφθεί από τους ανθρώπους γύρω του, αδύναμο να επιβιώσει, εκφράζοντας τον φόβο ότι θα πεθάνει μόνος κι αβοήθητος. «Νιώθω σαν να είμαι βυθισμένος σε ένα πηγάδι. Καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να ανέβω εκεί που φαίνεται το φως αλλά δεν τα καταφέρνω», ανέφερε με θλίψη σε κάποια ομαδική συνεδρία. Η ενεργή ακρόαση και η επίγνωση της επαναλαμβανόμενης εκδραμάτισής του, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ενός θεραπευτικού πλαισίου, στο οποίο θα του επιτρεπόταν να μαρτυρεί το αδόμητο συναίσθημά του χωρίς να υφίσταται αρνητική κριτική. Μέσα από την άνευ όρων αποδοχή του, σταδιακά άρχισε να συνειδητοποιεί την έκταση των καταθλιπτικών και δυσφορικών του συναισθημάτων από τα οποία εξέφραζε την επιθυμία να απαλλαγεί.

Στα πλαίσια αυτής της συνειδητοποίησης προσπάθησε να ενώσει τα κομμάτια του παζλ της ζωής του, προκειμένου να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη εικόνα εαυτού και ανδρικής ταυτότητας. Ως εκ τούτου, ξεκίνησε να ρωτάει τον πατέρα του για την ιστορία της οικογένειάς του.  Η απάντηση που συνήθως έπαιρνε από εκείνον περιοριζόταν στα ακόλουθα λιγοστά λόγια: «Άστα αυτά τώρα, μην τα σκαλίζεις…», και μετά ακολουθούσε σιωπή. Η αντίσταση αυτή του πατέρα να ανοιχτεί και να μοιραστεί σημαντικά κομμάτια της οικογενειακής ιστορίας γέμιζε τον Ηλία με μεγάλη θλίψη, ενώ την ίδια ώρα αναβίωνε την πατρική απόρριψη.

Η έλλειψη αφηγηματικής μνήμης που εξέφραζε ο πατέρας του έγινε αντικείμενο επεξεργασίας μέσα στην ασφάλεια της θεραπευτικής σχέσης. Γεφυρώθηκε με την αποσύνδεση που υπέστη ο παππούς του κατά τη διάρκεια του τραυματικού γεγονότος και η οποία μπορεί να λειτουργούσε προστατευτικά, καθώς τον βοηθούσε να αποφεύγει την ανάσυρση των τραυματικών του βιωμάτων. O Ηλίας συνειδητοποιούσε ότι ο πατέρας του κληρονόμησε τη συναισθηματική αυτή αποσύνδεση, καθώς και την ασυνέχεια της οικογενειακής ιστορίας, κι ότι ο ίδιος μεγάλωνε παγιδευμένος σε ένα κλειστό οικογενειακό σύστημα, όπου, ενώ οι μνήμες σβήνονταν, οι σκιές του θλιβερού παρελθόντος της οικογένειάς του ήταν παρούσες και όριζαν το μέλλον του.

Σύμφωνα με τους Figley & Kleber (1995), δεν χρειάζεται το άτομο να γίνει μάρτυρας ενός τραυματικού γεγονότος για να υποστεί το σοκ και τις επιπτώσεις του, αρκετό είναι πολλές φορές το γεγονός ότι απλά γνωρίζει γι’ αυτό.  Η έκθεση στη γνώση αυτή τo φέρνει αντιμέτωπο με συναισθήματα ταραχής, φόβου και ανημπόριας. Το δευτερογενές τραυματικό στρες, όπως το ονομάζουν, αναφέρεται στις συμπεριφορές και στα συναισθήματα που απορρέουν από τη γνώση της ύπαρξης ενός τραυματικού γεγονότος, το οποίο έχει βιώσει ένα μέλος της οικογένειας. Στη δεύτερη και τρίτη γενιά των απογόνων το ψυχικό τραύμα μετασχηματίζεται αφήνοντας υπερευαισθησίες, οι οποίες έχουν αντίκτυπο στη ζωή και στις σχέσεις τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αναβίωσης της τραυματικής εμπειρίας της προσφυγιάς στην οικογένεια του Ηλία, η διαρκής υπενθύμιση του ατιμωτικού χαρακτηρισμού «τουρκόσπορος», ο οποίος περικλείει τη διαχρονική ταπείνωση που υπέστησαν οι άνδρες της οικογένειας από τους Τούρκους, πριν ενενήντα τέσσερα χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο αναπαράγουν οι ίδιοι στη μεταξύ τους σχέση  την ατίμωση και την κακοποίηση που υπέστησαν οι προγονοί τους, απαξιώνοντας όμως έτσι τον εαυτό και την αξιοπρέπειά τους. Μοιάζει να πραγματοποιείται μια ασυνείδητη προσπάθεια επίλυσης του τραύματος μέσα στις γενιές με ιδιαίτερα οξύμωρο τρόπο: από τη μια ο πατέρας του προσπαθεί να μην το θυμάται, από την άλλη το προβάλλει διαρκώς στο πρόσωπο του γιου του.

Ψυχικά τραυματισμένα άτομα εκθέτουν τον εαυτό τους κατ΄ εξακολούθηση, φαινομενικά τουλάχιστον, σε καταστάσεις που θυμίζουν το αρχικό τραύμα. Αυτή η καταναγκαστική επανάληψη, σύμφωνα με τον Freud (1896), οφείλεται στην ασυνείδητη επιθυμία του θύματος να αποκτήσει τον έλεγχο της κατάστασης, ενώ σύμφωνα με άλλες κλινικές μελέτες υποστηρίζεται ότι τα άτομα αυτά παρατηρούνται να διακατέχονται από δυσδιάκριτη ανησυχία, κενό, πλήξη και άγχος όταν δεν ασχολούνται με το τραύμα τους, με κόστος όμως την απώλεια άλλων εμπειριών και βιωμάτων από τη ζωή τους (Van der Kolk, 1989).

Μια άλλη συνθήκη, που περιέγραφε ο Ηλίας στη θεραπευτική διαδικασία, αφορούσε τους αδύναμους δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της πατρικής του οικογένειας. Πιο συγκεκριμένα, η συναισθηματική αποσύνδεση του πατέρα από την οικογένεια μοιάζει να αποτέλεσε τη συνθήκη εκείνη που επηρέασε σημαντικά την έλλειψη συνοχής, αλληλεγγύης και φροντίδας ανάμεσά τους. Μιλώντας ο Minuchin (1974) για τις αποσυνδεδεμένες οικογένειες, τόνισε ότι δεν καταφέρνουν να  ανταποκρίνονται στο στρες, τα μέλη της λαμβάνουν λίγη ή καθόλου υποστήριξη, ενώ οι ικανότητές τους για την επίλυση δυσκολιών είναι ανύπαρκτες. Ο γονιός είναι προσηλωμένος στον δικό του πόνο και δεν έχει τη διάθεση ή την ενέργεια να ασχοληθεί με τα παιδιά του. Η δε ανάγκη του να κρατάει αποστάσεις από την οικογένειά του τον προστατεύει από τη δυσφορία που νιώθει.

Στόχος της οικογενειακής θεραπείας είναι να βοηθήσει το ψυχικά τραυματισμένο άτομο, εφόσον νιώθει έτοιμο, να φέρει στην επιφάνεια το απωθημένο τραύμα μαζί και την οδύνη που το συνοδεύει ώστε να το επεξεργαστεί και τέλος να το αφομοιώσει στην ταυτότητά του.  Πρόκειται για μια διαδικασία που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, καθώς είναι απαραίτητο να εκφραστούν με λόγια ξανά και ξανά το πένθος και οι απώλειες, ώστε στο τέλος να αποτοξινωθούν τα δυσφορικά συναισθήματα και να μην κυριαρχούν πια στη σκέψη και τις πράξεις του ατόμου (Τατά – Αρσέλ, 2016). Κατανοώντας τις διαστάσεις του τραύματος και λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους που ευνοούν τη μετάδοσή του, η θεραπευτική διαδικασία δημιουργεί ευκαιρίες επαναδόμησης και επαναφήγησης της ατομικής και οικογενειακής συναισθηματικής ιστορίας (White & Epson,1990), δίνοντας καινούργιο νόημα στο σύμπτωμα (Alexander & Parsons,1982, Byng-Hall, 1999).

Ο Ηλίας συνεχίζει να παλεύει με τις σκιές του παρελθόντος του, καθώς αυτές ξεπροβάλλουν σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Αρκετές φορές βυθίζεται σε έναν ωκεανό αμφιθυμικών συναισθημάτων, όπου υποτιμάει τον εαυτό του και αμφισβητεί την ικανότητά του να τα καταφέρει. Έτσι, ενώ βρήκε μια δουλειά που τον ευχαριστεί και μέσω αυτής αναδεικνύεται το ταλέντο του, δεν είναι λίγες οι φορές που διαπραγματεύεται να την αφήσει, υπονομεύοντας για ακόμη μια φορά την αυτονόμησή του, καθώς ήδη αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, τα οποία τον φέρνουν μπροστά σε αδιέξοδα. Αυτές τις δύσκολες στιγμές, η θεραπευτική διαδικασία φροντίζει να επουλώνει την τραυματισμένη του πλευρά, ενδυναμώνοντας και ενισχύοντας την ίδια ώρα τις υγιείς και θετικές του πλευρές. Επιπλέον, του υπενθυμίζει ότι το οδοιπορικό του από τις χαμένες πατρίδες δεν είναι πλέον ανέλπιδο και χωρίς προσανατολισμό, καθώς έχει αποκτήσει χάρτη και πυξίδα.

Ο Ηλίας μοιάζει να αφυπνίζεται συναισθηματικά κάθε φορά που λαμβάνει στήριξη και φροντίδα. Στην προσπάθειά του  να αντικαταστήσει την απόγνωση του παρελθόντος με ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον του επενδύει στη σχέση με τον γιο του. Παρόλο που εκείνος τον καλεί κοντά του, έστω και μέσα από τις αρνητικές του συμπεριφορές, ο Ηλίας  ανταποκρίνεται θετικά στις ανάγκες του, συζητάει μαζί του, τον συνοδεύει στις αθλητικές του δραστηριότητες. Ο πατρικός ρόλος μοιάζει να τον κινητοποιεί σε μεγάλο βαθμό να καλλιεργήσει αυτό το κομμάτι του εαυτού του, το άγνωστο μέχρι τώρα, το οποίο φαίνεται να του δίνει νόημα.

Την ίδια ώρα ο Ηλίας δηλώνει ανακουφισμένος που επανασυνδέθηκε με το παρελθόν του. Προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσει την πολιτισμική του ταυτότητα διαβάζει την ιστορία της Μικρασίας, ενώ φέρνει και μοιράζεται με την θεραπευτική του ομάδα αναγνώσματα για τη Σμύρνη, για τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις  της.

Το ταξίδι του Ηλία από τις χαμένες πατρίδες της οικογένειας καταγωγής προς την αναζήτηση της δικής του «χαμένης πατρίδας» είναι μακρινό, επίπονο αλλά συνεχίζεται, αποκτώντας διαρκώς  καινούργια νοήματα. Στην προσπάθειά του να επουλώσει τις πληγές του, ο Ηλίας αρχίζει να αναγνωρίζει ότι η ανδρική του ταυτότητα, η αυτοεκτίμηση και η αξιοπρέπειά του χρειάζεται να βασιστούν σε ένα διαφορετικό αξιακό σύστημα, το οποίο δεν θα μπορεί να του το αφαιρέσει καμία δύναμη. Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο πατέρας του αρνείται να σπάσει τη σιωπή του τραύματος και να συμπορευτεί μαζί του προς τη ζωή, αναζητά την ανδρική του δύναμη  στον πατρικό του ρόλο, εστιάζοντας στις αρετές του πατέρα. Προβάλλει το ευαίσθητο και δημιουργικό κομμάτι του άνδρα ενώ φοβάται όλο και λιγότερο  την απόρριψη. Κάνει ο ίδιος τις συνδέσεις με τα πρότερα τραύματα της οικογένειάς του κι αρχίζει να αφηγείται την ιστορία του με συνοχή και βαθύτερη κατανόηση. Μαθαίνει να αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του, αποκτά μια διαφορετική αίσθηση του ανήκειν, εκφράζεται ολοένα και περισσότερο. Επαναπροσδιορίζει και νοηματοδοτεί τη ζωή του, με τον «επαναπατρισμό» του σε μια νέα πατρίδα διαφορετική, μια νέα σταθερά που δεν είναι άλλη από έναν βαθύτερο και ουσιαστικότερο εαυτό.

 

Επίλογος

Δουλεύοντας με ανθρώπους που έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα, το πιο σημαντικό είναι να στεκόμαστε δίπλα τους με κατανόηση και ενσυναίσθηση, δείχνοντάς τους το ανθρώπινό μας πρόσωπο. Γνωρίζοντας ότι η διεργασία του ψυχικού τραύματος, στη θεραπευτική διαδικασία, περνάει από «χίλια μύρια κύματα», ας είμαστε έτοιμοι να έρθουμε αντιμέτωποι με τις εσωτερικές αμφίρροπες δυνάμεις του ψυχικά λαβωμένου, του οποίου ένα κομμάτι θέλει να σωθεί και να ζήσει, ενώ ένα άλλο θέλει να χαθεί για πάντα ώστε να πάψει να θυμάται τον πόνο και την οδύνη που βίωσε κι ας τον συνοδεύσουμε με σεβασμό στο μακρινό ταξίδι επαναπροσδιορισμού και νοηματοδότησης της ζωής του. Στην περίπτωση δε των ανδρών, ας μην ξεχνάμε ότι σε καταστάσεις απειλής της ζωής τους, όπως ο βίαιος εκτοπισμός τους από τον τόπο καταγωγής και διαμονής τους, βρίσκονται αντιμέτωποι ανάμεσα σε άλλα και με την απώλεια της ανδρικής τους ταυτότητας, η οποία χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί με καινούργιους, πιθανόν, όρους μέσα στις νέες συνθήκες διαβίωσής τους.

 


*        Self-Help Booklet for Men facing crisis and displacement.

https://publications.iom.int/books/self-help-booklet-men-facing-crisis-and-displacement

 

Βιβλιογραφία

Alexander, J. & Parsons, B.V., (1982). Functional family therapy. Monterey, CA:Brooks/Cole.

AlbeckJ. H. (1994). Intergenerational consequences of traumaReframing traps in treatment theory – A secondgeneration perspective. In  Williams, E.B.SommerJ.F.Jr. (Eds.) Handbook of PostTraumatic Therapy. Pp106-125.

Bandura, A. (1977). Social learning theory. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall.

Bolin, R.C. (1985).Disaster characteristics and psychosocial impacts.  In Sowder, B. J. (Eds.) Disasters and Mental Health: Selected Contemporary Perspectives. Rockville, MD: National Institute of Mental Health. Pp3-28.

Breslau, N., Peterson, E. L., & Schultz, L. R. A second look at prior trauma and the posttraumatic stress disorder effects of subsequent trauma: A prospective epidemiologic study. Archives of General Psychiatry, 65, 431-437, 2008.

Byng – Hall, J. (1999). Creating a coherent story in family therapy. In Roberts, G.& Holmes,J.(Eds). Healing stories:Narrative in Psychiatry and Psychotherapy. New York: Oxford University Press. Pp 131-151.

Danieli, Y. (1982). Families of survivors of the Nazi Holocaust: Some short and long-term effects. In Spielberger, C.D., Sarason,I.G.and N. Milgram,N.  (Eds). Stress And Anxiety. New York:McGraw-Hill, Pp 405-421.

Danieli, Y. (1998). Integenerational Handbook of Multigenerational Legacies of Trauma. New York: Plenum.

Denham, A.R., Rethinking Historical Trauma: Narratives of resilience, Transcultural Psychiatry, 45, 391-414, 2008.

Dixon, P. , Vicarious victims of a maritime disaster, British Journal of Guidance and Counselling, 19, 8-12, 1991.

Evans-Campbell, T. ,Historical Trauma in American Indian/Native Alaska communities: A multilevel framework for exploring impacts on individuals, families, and communities. Journal ofInterpersonal Violence, 23, 316-338, 2008.

Felsen, I. (1998). Transgenerational transmission of effects of the Holocaust. In Danieli, Y.(Eds.), International handbook of multigenerational legacies of trauma. NewYork: Plenum.Pp 43-68.

Figley, C.R. &Kleber,R.J.(1995). Beyond the “Victim”: Secondary Traumatic Stress. In Kleber, R.J., Figley, C.R.&Gersons,B.P.R(Eds.). Beyond Trauma: Cultural and Societal Dynamics. New York and London: Plenum Press.Pp75-98.

Freud, S. (1896). The aetiology of hysteria. In Complete Psychological Works, Standard Ed. Vol 3 Translated and edited by J Strachey. London, Hogarth Press, 1954

Hirsch, M., Surviving images: Holocaust photographs and the work of postmemory, The Yale Journal of Criticism, 14,5-37,2001.

Gapp, K., Jawaid, A., Sarkies, P., Bohacek, J., Pelczar, P., Prados, J., Farinelli, L., Miska, E., Mansuy, I.M., Implication of sperm RNAs in transgenerational inheritance of the effects of early trauma in mice, Nature Neuroscience,17, 667–669,2014.

Janoff-Bulman, R. (1992). Shattered assumptions: Towards a new psychology of trauma. New York: Free Press.

Kellerman, N.P.F., Psychopathology in children of  Holocaust survivors: A review of the research literature, Israel Journal of Psychiatry and Related Sciences, 38, 36-46, 2001a.

Kupelian, D., Kalayjian, A., & Kassabian, A. (1998). The Turkish genocide of the Armenians: Continuing effects on survivors and their families eight decades after massive trauma. In  Danieli, Υ. (Eds.), International handbook of multigenerational legacies of trauma. Pp. 191-210. New York: Plenum.

Miller, Κ.Ι., Stiff, J.B.  & Ellis, B.H. Communication and empathy as precursors to burnout among human service workers, Communication Monographs, 55,3, 1988.

Minuchin, S. (1974). Families and family therapy. London: Tavistock.

Μακ Γκολντρικ, Μ., Γκέρσον, Ρ. (1999). Το γενεόγραμμα. Εργαλείο αξιολόγησης για την οικογένεια. Αθήνα: Κέδρος.

Μπαρμπαλιού, Ε., Το κοινωνικό πορτραίτο του έλληνα άνδρα, Κοινωνική Επιθεώρηση, 4, 28-29,2014.

Nestler, E.J.,Transgenerational Epigenetic Contributions to Stress Responses: Fact or Fiction? PLoS Biolοgy, 14,3,2016.

Parsons, J., Kehle, T. J., & Owen, S. V. ,Incidence of behavior problems among children of Vietnam War veterans, School Psychology International11,253-259, 1990.

Incidence of behavior problems among children of Vitenam veterans, School Psychology, International, 11, 253-259, 1990.

Πομίνι, Β., Διαγενεακή μετάδοση του τραύματος: Ψυχοδυναμικές έννοιες σε συστημικό πλαίσιο, Μετάλογος, 6,19, 48-62, 2011.

Perry, B.D. (1999). Memories of fear: How the brain stores and retrieves physiological states, feelings, behaviours, and thoughts from traumatic events. In J. Goodwin & R. Attias (Eds.) Images of the Body in trauma. New York: Basic Books.

Peterson, C. &Seligman, M.E.P. , Casual explanations as a risk factor for depression: Theory and evidence, Psychological Review 91, 347-374, 1984.

Robin, R.W., Chester, B., & Goldman, D. (1996). Cumulative trauma and PTSD in American Indian communities. In Marsella, A.,Friedman, M.J., Gerrity, E.T. & Scurfield,R.M.(Eds.), Ethnocultural aspects of post-traumatic stress disorder: Issues, research, and clinical applications. Washington, DC: American Psychological Association.Pp 239-253.

Rodgers, A.L., Morgan, C.P., Leu, N.A.& Bale, T.L., Transgenerational epigenetic programming via sperm microRNA recapitulates effects of paternal stress, Proc Natl Acad Sci USA, 112, 13699 –13704, 2015.

RosenheckR., & Fontana, A., Transgenerational effectsof abusive violenceon the childrenof Vietnam combat veterans, Journalof Traumatic Stress, 11, 731-741, 1998b.

Stamm, B.H. & Stamm, H.E. (1999). Trauma and loss in Native North America: An ethnocultural perspective. In Nader, K., Dubrow, N. &  Stamm,B.H.(Eds.), Honoring differences: Cultural issues in the treatment of trauma and loss. New York: Brunner-Routledge. Pp49-75.

Τατά Αρσέλ, Λ. (2014). Με το Διωγμό στην ψυχή. Το τραύμα της μικρασιατικής καταστροφής σε τρεις γενιές. Αθήνα: Κέδρος.

Van der Kolk, BA.,The Compulsion to Repeat the Trauma. Re-enactment, Revictimization, and Masochism, Psychiatric Clinics of North America,12, 2, 389-411,1989.

Volkan, V.D. (1997.) Bloodlines: From Ethnic Pride to Ethnic Terrorism.New York: Farrar, Straus and Giroux.

Volkan, V. D., Transgenerational Transmissions and Chosen Traumas: An Aspect of Large-group Identity, Group Analysis, 34, 79-97,2001

Wardi, D. (1992). Memorial Candles: Children of the Holocaust. London & New York: Tavistock/Routledge.

Whitbeck, L. B., Adams, G. W., Hoyt, D. R., & Chen. X., Conceptualizing and measuring historical trauma among American Indian people. AmericanJournal of Community, Psychology, 33, 3–4,  2004.

White, M. & Epson, D. (1990). Narrative means to therapeutic ends. New York: Sage.

Wiseman, H., Barber, P., Raz, A., Yam, I., Foltz, C., & Livne-Snir, S., Parental communication of Holocaust experiences and interpersonal patterns in offspring of Holocaust survivors, International Journal of Behavioral Development, 26, 371-381, 2002.

Yehuda, R., Daskalakis, N. P., Bierer, L. M., Bader, H. N., Klengel, T., Holsboer, F., & Binder, E. B., Holocaust exposure induced intergenerational effects on FKBP5 methylation. BiologicalPsychiatry, 80, 5, 372-380,2015.

Δημοσιεύτηκε: Ε.Ε..Σ.ΣΚΕ.Ψ.Ο/Συστημική

Σκέψη & Ψυχοθεραπεία: Τεύχος 9, Νοέμβριος 2016